Το Παγώνι
Υπάρχουν βιβλία που τα ερωτεύεσαι για τον τίτλο τους. Άλλα για τον ήρωά τους. Πολλά για τις εικόνες τους. Περισσότερα είναι εκείνα που σε κερδίζουν, βέβαια, με τα λόγια τους. Ένα βιβλίο, όμως, το έχω ερωτευτεί για τον κολοφώνα του. Για την τελευταία σελίδα με τα διαπιστευτήριά του.
Μα καθώς είναι, είπα, η τελευταία σελίδα, θα την αφήσω να την πω με τη σειρά της, στο τέλος. Γιατί η ιστορία δεν αρχίζει εκεί. Αρχίζει αλλού...
Το παγώνι
της Μαρίας Αγγελίδου
Το Δεκέμβριο του 1942…το λάδι είχε φτάσει 14.000 δρχ. η οκά. Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονται με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τους σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί”, γράφει στα απομνημονεύματά του ο Πολ Μον, Σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, περιγράφοντας την πρωτεύουσα της χώρας.
Σ’ αυτή την πόλη, σ’ αυτήν την παγωνιά, ένας καθηγητής χαρακτικής στην Καλών Τεχνών, τελειώνει (μετά από χρόνια δουλειάς) μια σειρά έργων: είκοσι τρεις έγχρωμες ξυλογραφίες*, όλες με ζώα. Περιστέρια και κότες, αράχνες και σκαντζόχοιροι, καβούρια και τσαλαπετεινοί, τσικλιτάρες, μπεκάτσες, κοτσύφια, χήνες, χελώνες και σκουμπριά και αλεπούδες, χελιδόνια, αετοί και πελαργοί. Κι άλλα, κι άλλα, πετούμενα τα περισσότερα. Γιατί πετούμενο είναι και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που συνοδεύουν: τον πρωταγωνιστή τον λένε Παγώνι. Τον χαράκτη τον λένε Γιάννη Κεφαλληνό. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο Κεφαλληνός και τρεις μαθητές του είχαν συλληφθεί από τις ιταλικές αρχές για τη συμμετοχή τους στη 2η Επαγγελματική Έκθεση με έργα τους εμπνευσμένα από το λιμό της Αθήνας. Μια βδομάδα αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι. Αλλά τα επίμαχα έργα τους καταστράφηκαν.
Η ιστορία της ιστορίας, βέβαια, έχει αρχίσει πολύ νωρίτερα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν ο νεαρός χαράκτης γνωρίζει τον (σχεδόν είκοσι χρόνια) μεγαλύτερο στην ηλικία συνάδελφό του στη σχολή καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης που είναι και Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. Και συγγραφέας. Και ποιητής. Συγγραφέας και ποιητής “παιδικός”. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Μαζί οι δυο αποφασίζουν να φτιάξουν ένα βιβλίο.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου | Γιάννης Κεφαλληνός |
«Πρόθεσή τους: το βιβλίο να απευθύνεται στα παιδιά, αλλά να το απολαμβάνουν εξίσου και οι μεγάλοι˙ συγχρόνως ν’ αποτελεί αληθινό έργο τέχνης, αλλά και να είναι προσαρμοσμένο στην αντιληπτική ικανότητα των μικρών του αναγνωστών».
Ε.Χ. Κάσδαγλης, εισαγωγή της φωτομηχανικής ανατύπωσης που κυκλοφόρησε το 1990 από το Μ.Ι.Ε.Τ.
και το Κέντρο Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου
Δοκιμάζουν και παρατούν διάφορες ιδέες, ώσπου να καταλήξουν…
Στο πανέμορφο παγώνι.
Αυτό που κατηγόραγε τ’ αηδόνι. Ή μάλλον όχι ακριβώς σ’ αυτό.
Η ιστορία του παγωνιού έχει την αρχή της ακόμα πιο παλιά, το 1920, όταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου εκδίδει τα Χελιδόνια: μια συλλογή παιδικών ποιημάτων, αφιερωμένη στον μικρότερο αδερφό του, που έχει αυτοκτονήσει δυο χρόνια πριν!:
«Αδερφέ. Μου έδωσες τη βαθύτερη πληγή που μπορούσε να δώσει η αγάπη. Σου δίνω αυτούς τους στίχους. Ξέρω πόσο αυστηρός θα είσαι μέσα στην ομορφιά που ζεις. Όμως αξίωσέ τους μ’ ένα βλέμμα καλοσύνης. Ήθελα να δώσω στα παιδιά λίγο τραγούδι, όπως ο πατέρας μας τα γράμματα, όπως εσύ τη γραμμή και το χρώμα…»
γράφει στην προλογική του αφιέρωση. Κι αλήθεια στις σελίδες των Χελιδονιών βρίσκουμε μερικά παιδικά τραγούδια, που ακόμα και σήμερα τα τραγουδούν παιδιά. «Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό;»
Σε περισσότερα από τα μισά έχουμε ομιλούντα ζώα. ‘Ενα απ’ αυτά και το πανέμορφο παγώνι.
Σαν ανοίξω το φτερό, γίνομαι άξαφνα κυρία…
Δεν είναι η πρώτη (ούτε άλλωστε η τελευταία) φορά, που ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου δίνει φωνή στα ζώα. Τα αγαπάει πολύ και με τέχνη κι ευχαρίστηση ολοφάνερη τα βάζει να μιλούν. Τετράποδα, δίποδα, φτερωτά, αγκαθωτά, τριχωτά ή και με λέπια, κανένα δεν μένει περιφρονημένο - ή αμίλητο (που μερικές φορές κάνει το ίδιο). Μέσα στους στίχους του, όλα μιλούν θαρρετά, έξυπνα. Οι βαθρακοί του γελούν, ή στήνουν παρακάτω συναυλίες. Οι γάτες έχουνε καημούς και τους λένε. Τζιτζίκια, πεταλούδες, κοκόρια, σκυλιά, ποντικούληδες… Όλα εκεί, ομιλητικότατα. Στην ίδια παρέα με τους περίφημους οχτώ σπουργίτες του ακόμα αγαπημένου Τσιριτρί-τσιριτρό. Το παγώνι του, όμως, απέκτησε μια ξεχωριστή θέση τόσο στο δικό του χρονολόγιο (αφού ήταν κατά κάποιον τρόπο το “κύκνειο” άσμα του), όσο και στην αισθητική του ελληνικού παιδικού βιβλίου.
Το παγώνι, βέβαια, όπως πρωτοεμφανίστηκε το 1920, δεν είναι αυτό που πρωταγωνιστεί στην έκδοση με τα χαρακτικά του Κεφαλληνού. Είναι όμορφο, είναι ματαιόδοξο, ναρκισσεύεται, ναι. Και φυσικά μιλάει. Αλλά μόνο με το αηδόνι. Ενώ στον τόμο, που θα πρωτοπαρουσιαστεί τελικά στο κοινό τον Δεκέμβριο 1946 - στην 10η έκθεση Ελληνικού Βιβλίου, αποσπώντας δικαίως το πρώτο βραβείο- το Παγώνι του Ζαχαρία Παπαντωνίου, πέρα από τα θαυμάσια χαρακτικά του Κεφαλληνού έχει αποκτήσει και μια ολόκληρη σειρά συνομιλητών, πετούμενων και μη!
Έχει εγκαταλείψει, όμως, τη ρίμα και το μέτρο του. Οι μικροί, σταράτοι, απολαυστικοί διάλογοι με το διάνο, το περιστέρι, την κότα κι όλους τους υπόλοιπους, είναι λιτές φράσεις, σμιλεμένες κι αυτές σαν τα χαρακτικά, δίχως λόγια περιττά, δίχως στολίδια, δίχως τίποτα να τις βαραίνει. Λόγια «συσπειρωμένα σαν ελατήρια» τα χαρακτηρίζει ο Π.Πρεβελάκης, στη Νέα Εστία 469, που κυκλοφόρησε στις 15 Ιανουαρίου του 1947. Κι έχει δίκιο.
«Το περήφανο παγώνι… φορεί τη μεγάλη του στολή καθημερινή και Κυριακή. Καμαρώνει για τα λαμπρά του στολίδια και δεν καταδέχεται τ’ άλλα ζώα…», κάνει την αρχή το βιβλίο.
Και φυσικά μιλάει σ’ όλους χωρίς να περιμένει απάντηση. Ερώτηση θ’ αργήσει να κάνει το περήφανο πουλί. Θ’ αργήσει τόσο, που όταν την κάνει, θα ‘ναι πια πολύ αργά.
Και μετά, αμέσως μετά, λέει στο διάνο:
-Άδικα φουσκώνεις, δεν είμαστε συγγενείς!
Και στο περιστέρι:
-Μ’ ένα ζευγάρι κόκκινες κάλτσες μου κάνεις τον καμπόσο!
Στην κότα:
-Κάτσε στ’ αυγά σου!
Ώσπου αποκτούν επιτέλους και τ’ άλλα ζώα φωνή:
«Τι θέλομε μείς με τέτοιον άρχοντα…» - λένε τ’ άλλα ζώα - «δεν πάμε στη δουλειά μας;»
Κι αρχίζουν να μιλάνε κι αυτά:
Η αράχνη:
-Κυπριώτικες, Βενετσιάνικες δαντέλλες!
Ο σκαντζόχερας.
-Μη μου μιλάτε γιατί έχω τρύγο!
Ο κάβουρας.
-Κάτι ξέχασα, θα γυρίσω πίσω..
Ο τσαλαπετεινός.
-Η μόδα φέτος είναι το καπέλο με τα φτερά.
Λίγο πιο κάτω αρχίζουν και το διάλογο μεταξύ τους:
Η τσικλιτάρα στη μπεκάτσα.
-Μου δανείζεις αυτό το κατσαβίδι που μου χρειάζεται;
Ο κότσυφας νοικιάζει κλουβί.
-Με τη συμφωνία νάχει και μπάνιο.
Οι χήνες περπατούν
-Διμοιρία αλτ!
Η νοικοκυρά χελώνα:
-Τι βάσανο η μετακόμιση του σπιτιού!
Το φλύαρο σκουμπρί.
-Θα τα ξαναπούμε στο βαρέλι.
Η αλεπού στη βιτρίνα.
-Αλήθεια στοιχίζω τόσα;
Το χελιδόνι χτίστης.
-Ποιος μου πήρε τη σκαλωσιά;
Ο ασυλλόγιστος αετός.
-Ας μου κόψουν την κλωστή και να ιδείς αν σε φτάνω!
Ο τσιγκούνης πελαργός.
-Οικονομία στα πόδια.
Και το παγώνι επιτέλους ξαναμιλάει στον πρώτο του εκείνο συνομιλητή του 1920:
Το παγώνι στο αηδόνι:
-Σου δίνω λίγη ουρά, μου δίνεις λίγη φωνή;
Ο ξιφιός:
-Αντί για δίχτυ δε μου κατεβάζεις μια σανίδα να την πριονίσω;
Η κουκουβάγια:
-Πότε θα νυχτώσει για να ιδώ!
Ώσπου φτάνουμε στο τέλος του δράματος:
Το παγώνι στενοχωρέθηκε μοναχό του. Τώρα φωνάζει στο διάνο, στο περιστέρι και στην κότα.
-Δεν έρχεστε λίγο κοντά μου για συντροφιά;
Εκείνα του απαντούνε:
-Ντρεπόμαστε γιατί φορούμε τα καθημερινά…
Και να το τέλος, απίστευτα τελειωτικό, τα τελειώνει όλα και για πάντα. Στο 22ο σαλόνι: Το λαμπρό παγώνι απόμεινε καταμόναχο.
Εδώ τελειώνει το βιβλίο. Εδώ είναι το τέλος του. Εδώ είναι κι ο λόγος που το ερωτεύτηκα:
Ο κολοφώνας του.
Λόγια άλλα δεν χρειάζονται. «Το παιδικό βιβλίο είναι αποτυχημένο αν δεν το διαβάζει με απόλαυση ο μεγάλος.» Δεν το ‘χω διαβάσει πουθενά αλλού με τόσο ωραίο, σίγουρο και κατηγορηματικό τρόπο.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου δεν πρόλαβε να δει το βιβλίο τελειωμένο. Πέθανε στην αρχή της γερμανικής Κατοχής, έξι χρόνια πριν την κυκλοφορία του τόμου.
ΥΓ. Για την τιμή των όπλων, μονάχα να προσθέσουμε πως οι δυο μαθητές Χρίστος και Λουίζα, που αναφέρονται στον εξαίσιο αυτόν κολοφώνα ως συνεργάτες του χαράκτη είναι οι Χρήστος Δαγκλής και η Λουίζα Μοντεσάντου.
* Ξυλογραφία (υψοτυπία)
Η ξυλογραφία είναι από τις πιό παλιές μεθόδους εκτύπωσης μιας εικόνας. Σε μια επίπεδη ξύλινη επιφάνεια σχεδιάζεται η σύνθεση. Με ειδικά εργαλεία αφαιρούνται από το ξύλο τά μέρη εκείνα που θα μείνουν λευκά. Στην ανάγλυφη πλέον επιφάνεια απλώνεται μελάνι με έναν κύλινδρο και αφού τοποθετηθεί από πάνω το χαρτί, πιέζεται με μια πρέσα και μεταφέρεται έτσι στο χαρτί το αποτύπωμα της ανάγλυφης μελανωμένης επιφάνειας. Με αυτή τη διαδικασία παράγονται όσα αντίτυπα θέλουμε να τυπώσουμε. Όταν πρόκειται για ξυλογραφία με περισσότερα από ένα χρώματα, τότε πρέπει να χαραχτούν και να τυπωθούν στο χαρτί τόσες ξύλινες επιφάνειες, όσες και τα χρώματα της εικόνας.