Μνήμη: η γέφυρα του χρόνου

 Μνήμη: η γέφυρα του χρόνου

Πριν από τα παραμύθια, κάτω απ’ τις ιστορίες, μέσα στα βιβλία που κατά καιρούς οι άνθρωποι έκριναν “κατάλληλα και ωφέλιμα για τα παιδιά”… υπάρχει η Μνήμη. Δίπλα σ’ όλες τις πορείες του ανθρώπου, του παιδιού, του ήρωα˙  στήριγμα σ’ όλα τα επικίνδυνα και δύσκολα σημεία των δρόμων του, πάτημα  και κράτημα στα άκρα, ανάμεσα στο πριν και στο μετά, ανάμεσα στο ποτέ και στο πάντα, στην αρχή και στο τέλος κάθε αφήγησης, ανάμεσα στα λόγια και στη σιωπή, ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία…  Αυτή. Αυτή πάντα. Αυτή μόνο. 

Της Μαρίας Αγγελίδου

Αλλά όχι πάντα η ίδια. Ακόμα και μέσα στον “μικρό” κόσμο της παιδικής λογοτεχνίας (αλλά και στον μεγάλο απέραντο κόσμο της ζωής) η μνήμη δεν είναι μία. Έχουμε πολλές μνήμες. Τα πρόσωπα της Μνήμης είναι αμέτρητα, οι εκδοχές της το ίδιο. Οι ιστορίες της δεν έχουν τελειωμό - μην ξεχνάμε: η μνήμη είναι αυτή που μπορεί να λέει ιστορίες. Αφού αυτή μόνο τις θυμάται. Αυτή μόνο ξέρει τι ακριβώς έγινε Μια φορά κι έναν καιρό

Αυτή μόνο. Ναι. Αλλά ποτέ μόνη της˙ πάντα και παντού μαζί με τον άλλον της εαυτό, το άλλο της μισό: τη Λήθη.  Όσο περίεργο, όσο οξύμωρο κι αν φαντάζει, η Μνήμη το λέει με χίλιους τρόπους:  χώρια απ’ τη Λήθη, χωρίς αυτήν δεν μπορεί να ζήσει, δεν μπορεί να σταθεί, δεν μπορεί ούτε ν’ ανασάνει. Λες και το ‘χει ανάγκη αυτό “το απέραντο σκοτάδι” για να φανεί η ομορφιά, η αξία, η πολυχρωμία, η δύναμη που έχουν οι δικές της σπίθες, οι δικές της φλόγες, το δικό της φως. 

Καθόλου παράξενο δεν είναι, απ’ την άλλη, που οι άνθρωποι, απ’ την αρχή κιόλας, τη Μνήμη αγάπησαν. Αυτήν έκαναν Θεά και Κυρία. Αυτήν είπαν σωτηρία τους. Ζωή κι αθανασία τους. Σ’ αυτήν ακούμπησαν όλο το συντριπτικό βάρος των φόβων και της αγωνίας τους. Σ’ αυτήν έχτισαν όλη τη συγκλονιστική ομορφιά της αγάπης και του ονείρου τους. Ακόμα σήμερα, που η λήθη έχει γίνει ακριβότερη από τη μνήμη, εξακολουθούμε ασυλλόγιστα να της βάζουμε αρνητικό πρόσημο και να την θεωρούμε καταδίκη και τιμωρία - σαν τους αρχαίους Ρωμαίους κι εμείς, που άλλη χειρότερη ποινή δεν είχαν από την damnatio memoriae: και για τα εγκλήματα τα ιδιαζόντως απεχθή δεν αποφάσιζαν απλά το θάνατο του ενόχου, αλλά και την απαλοιφή του ονόματός του, την καταστροφή των αγαλμάτων και των εικόνων του, τον εξοστρακισμό του από τη μνήμη των άλλων. Ο καταδικασμένος έπαυε να υπάρχει - και οι άλλοι έπαυαν να τον θυμούνται. Τον ξεχνούσαν υποχρεωτικά.  

Στήνει γέφυρες η μνήμη. Γέφυρες να τις περνάνε οι ήρωες, (οι ήρωες της μυθολογίας, οι ήρωες των παραμυθιών, οι ήρωες της καθημερινότητας), και να γλυτώνουν από μεγάλους κινδύνους, από τέρατα φριχτά, από κακές στρίγγλες. Κι όταν οι περιπέτειες φτάνουν στο τέλος τους, η μνήμη πάλι κάθεται και τις θυμάται αυτές τις απίστευτες, τις παράξενες, τις τρομερές στιγμές, και τις περνάει χάντρα-χάντρα στην κόκκινη κλωστή της αφήγησης. Η μνήμη γράφει βιογραφίες, φτιάχνει λέξεις, πλάθει γλώσσες, σκαλίζει σύμβολα, ταχτοποιεί το παρελθόν - και μετά ταχτοποιεί και το μέλλον. Διότι άλλος τρόπος να προβλέπεις και να προνοείς δεν υπάρχει: μόνο να θυμάσαι.

Στην αρχαία ελληνική μυθολογία….

Έχουμε τη Μνημοσύνη. Τιτανίδα. Κόρη του Ουρανού και της Γης. Όμορφη, με όμορφα μαλλιά. Και μάνα εννιά θυγατέρων. Τόσο πολύ του άρεσε του Δία, ώστε εννιά μέρες στη σειρά πλάγιασε μαζί της ο πατέρας θνητών και αθανάτων - κι έγινε έτσι, όπως φαίνεται,  και ο πατέρας των εννέα Μουσών!

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο, ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς.

(Ησίοδος, Θεογονία 915-7)

Η ποίηση, η μουσική, το θέατρο, ο χορός, οι τέχνες όλες: κόρες της. Η Ιστορία, βέβαια: κόρη της. Ακόμα κι η αστρονομία κόρη της κι αυτή. Δεν έχει αφήσει τίποτα απ’ όσα μπορούν να σκεφτούν και να δημιουργήσουν οι άνθρωποι, που να μην το ‘χει δικό της η Μνημοσύνη. 

Μνήμη

Aπεικόνιση της Μνημοσύνης σε μωσαϊκό από την Αντιόχεια ανάμεσα στο 2ο και το 4ο αιώνα μ.Χ. Worcester Art Museum, Worcester, Massachusetts, USA .

Μνήμη

Στην αρχαία ελληνική μυθολογία η Λήθη είναι θάνατος. Είναι το Ποτάμι του Κάτω Κόσμου, που το νερό του πίνουν οι πεθαμένοι για να ξεχάσουν. Είναι και Δαίμονας όμως, που κυνηγάει όσους ξεχνάνε αυτά που πρέπει κανείς να θυμάται - κι όσους θυμούνται, αυτά που πρέπει κανείς να ξεχνάει.

Το 1868 ο Γκυστάβ Ντορέ, απογοητευμένος από τις επαγγελματικές του αποτυχίες στο Παρίσι φεύγει για το Λονδίνο, όπου γνωρίζει τον θρίαμβο. Εκεί τον ίδιο χρόνο ολοκληρώνει μια καταπληκτική σειρά χαρακτικών για τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, που είχε αρχίσει να δουλεύει έξι εφτά χρόνια νωρίτερα. Για τον αμαρτωλό η λήθη είναι ευλογία, που μπορεί να οδηγήσει στην εξιλέωση. Για τον Ντορέ είναι μια όμορφη κοπέλα, που τον βαπτίζει στα νερά της λησμονιάς.

 

 

 

 

Στην αρχαία ελληνική μυθολογία έχουμε έναν λαό ολόκληρο που ζει ευτυχισμένος μόνο. Οι Λωτοφάγοι δεν ξέρουν τι θα πει πόνος, καημός ή βάσανο. Δεν ξέρουν τι θα πει θρήνος και οδυρμός. Η στεναχώρια και η λύπη είναι γι’ αυτούς άγνωστες λέξεις. Μόνο που  αυτή η απόλυτη χαρά, η τέλεια ζωή, η μακάρια κι ασυννέφιαστη ευδαιμονία δεν είναι παρά ένα ψέμα. Διότι την χρωστούν στη λήθη, κι άρα όχι στην Α-λήθεια. Τη Λήθη, λοιπόν, οι Λωτοφάγοι την τρώνε. Για την ακρίβεια: είναι η μόνη τους τροφή.

μνήμη

...Ο λωτός (δηλαδή η λήθη) είναι φρούτο τόσο γλυκό, τόσο τραγανό, τόσο δροσιστικό και χορταστικό στο στόμα, που με την πρώτη μπουκιά ο άνθρωπος το νιώθει ν’ αναβλύζει κάτι σαν χαρά, σαν γέλιο - και να τον πλημμυρίζει ολόκληρο, από τις ρίζες των μαλλιών του μέχρι τα νύχια του. Αυτά με την πρώτη μπουκιά. Με τη δεύτερη αρχίζει να ξεχνάει ό τι έχει μέσα στο μυαλό του και στην καρδιά του. Όσα ξέρει κι όσα δεν ξέρει. Όσα θέλει κι όσα δεν θέλει. Όσα τον βασανίζουν και τον στενοχωρούν. Τέλος, όσα φοβάται κι όσα αγαπάει. Αυτά όλα ξεθωριάζουν και σβήνουν και χάνονται - και τέλος ο άνθρωπος δεν θυμάται ούτε πώς τον λένε. Τίποτα.

...Αυτό έπαθαν κι οι σύντροφοι του Οδυσσέα, που γεύτηκαν το λωτό. Και τους άρεσε. Γιατί είχαν ένα σωρό δύσκολα και βαριά και ματωμένα πράγματα μέσα στο μυαλό και στην καρδιά τους. Μετά από τόσα χρόνια πόλεμο, ακόμα και στα όνειρά τους έβλεπαν σκοτωμούς και ξυπνούσαν ιδρωμένοι και παγωμένοι από τη φρίκη και το φόβο. Δεν τους κακοφάνηκε, λοιπόν, καθόλου που ξέχασαν. Η αλήθεια είναι μάλιστα πως τους καλάρεσε. Και μόλις πέρασε λιγάκι η ώρα (κι άρχισαν οι αναμνήσεις να ξυπνούν πάλι και να ζωηρεύουν τα χρώματα μέσα στη σκέψη τους), άπλωσαν όλοι το χέρι και πήραν κι άλλον λωτό - γιατί ήθελαν να ξεχάσουν.

 ...Μόνο ο Οδυσσέας κρατήθηκε και δε δάγκωσε το τραγανό φρούτο. Όχι πως αυτός δεν είχε άσχημα πράγματα να θυμάται από τον πόλεμο της Τροίας. Είχε και παραείχε. Μα κοντά σ’ αυτά είχε κι άλλα, όμορφα πολύ, που τ’ αγαπούσε και δεν ήθελε να τα ξεχάσει: το σπίτι του και τις συγυρισμένες αυλές, τη μυρωδιά στα ώριμα περιβόλια και στα θερισμένα χωράφια˙ τα μάτια της γυναίκας του, που ήταν γελαστά και σοβαρά μαζί˙ τα ποδαράκια του γιου του, με τα μικροσκοπικά δαχτυλάκια˙ τη φωνή των βάρδων, που τραγουδούσαν για ήρωες και για θεούς˙ τη γεύση του ζυμωτού ψωμιού, όταν γύριζε πεινασμένος από τη δουλειά του…” 

Οδύσσεια, Η πολυμήχανη ιστορία, Μ. Αγγελίδου- Ίρ. Σαμαρτζή, εκδ. Βιβλιόφωνο. 

 …και στα παραμύθια.

Στα παραμύθια η Μνήμη μπορεί να μην είναι Θεά, αλλά είναι σίγουρα η σωστή και φρόνιμη συμπεριφορά, αυτό που πρέπει να γίνεται. Η απόφαση του μυαλωμένου. Κι η σωτηρία του ήρωα. Κι η Λήθη μπορεί να μην είναι Θάνατος, αλλά είναι κίνδυνος θανάσιμος. Απειλή χαμού. Φοβέρα μεγάλη, η μεγαλύτερη. Ο λύκος θα φάει την Κοκκινοσκουφίτσα, μόνο αν η μικρή αφηρημένη ξεχάσει τις συμβουλές της μαμάς της και χασομερήσει στο δρόμο κι αρχίσει να μαζεύει λουλουδάκια και πιάσει κουβέντα με άγνωστα θηρία. Η αλήθεια είναι βέβαια πως οι οδηγίες και οι συμβουλές είναι πολλές, εξαντλητικές: “Κι όταν θα μπεις στο δάσος, να είσαι φρόνιμη και να μην ξεμακραίνεις απ’ το μονοπάτι…  Αλλιώς θα πέσεις και θα σπάσεις το μπουκάλι κι η γιαγιά σου δεν θα πάρει τίποτα…. Κι όταν φτάσεις, μην ξεχάσεις να της πεις Καλημέρα και μην αρχίσεις να ψαχουλεύεις σ’ όλες τις γωνίτσες του σπιτικού της…”.

Μνήμη

Εικονογράφηση της Κοκκινοσκουφίτσας από τον Walter Crane, 1875

Φυσικά η Κοκκινοσκουφίτσα κάνει αυτό ακριβώς που δεν έπρεπε να κάνει - ή μάλλον παθαίνει αυτό που δεν έπρεπε να πάθει: ξεχνάει. Πιάνει παρέα με αγνώστους, δίνει πίστη στα λόγια τους, βγαίνει από το μονοπάτι, χασομεράει μαζεύοντας λουλούδια, ξεχνάει τελείως την άρρωστη γιαγιά της. Κι όσην ώρα αυτή ξεχνάει, ο κίνδυνος τρέχει.

Η Κοκκινοσκουφίτσα στο μεταξύ μάζευε λουλούδια. Κι όταν μάζεψε τόσα πολλά, που άλλα δεν μπορούσε να σηκώσει, θυμήθηκε πάλι τη γιαγιά της και ξεκίνησε για το σπιτάκι της.

Μόνο που ο κόσμος (το δάσος, το σπιτάκι της γιαγιάς, η μέρα, η Κοκκινοσκουφίτσα η ίδια) δεν είναι πια ο ίδιος. Ξεχνώντας η ηρωίδα αυτά που δεν έπρεπε να ξεχάσει, έχει περάσει σ’ έναν κόσμο τελείως διαφορετικό και τελείως επικίνδυνο, όπου κανένας πια δεν είναι αυτός που νομίζει, όπου τίποτα δεν είναι όπως το βλέπει. Για να σωθεί η μικρή ηρωίδα από τον βέβαιο και τετελεσμένο χαμό της, θα χρειαστεί να επέμβει ο εκπρόσωπος της θεσμοθετημένης μνήμης, που δεν ξεχνάει -και δεν αφήνει να ξεχαστούν- τα σωστά, τα φρόνιμα και τα πρέποντα.

Η Κοκκινοσκουφίτσα δεν είναι η μόνη ηρωίδα στα παραμύθια που πληρώνει την αφηρημάδα της -και μάλιστα αυστηρά. Η βασιλοπούλα, που ξέχασε την υπόσχεσή της στον βάτραχο κι αρνήθηκε να τον ταΐσει από το πιατάκι της και να τον ποτίσει από το ποτηράκι της, παρ’ όλο που αυτός της βρήκε και της έφερε το χρυσό της τόπι, τιμωρείται σκληρά - και μάλιστα από τον ίδιον της τον πατέρα, που είναι βέβαια εκτός από πατέρας και βασιλιάς - κι άρα δεν έχει να αγαπάει και να φροντίζει μόνο την κόρη του, αλλά και κυρίως την τήρηση του νόμου. Όποιος ξεχνάει (την υπόσχεση που έχει δώσει), παντρεύεται τον αδικημένο (και ξεχασμένο) βάτραχο, για τον οποίον τη στιγμή εκείνη κανείς ακόμα δεν φαντάζεται καν ότι είναι πρίγκιπας. 

Μνήμη

Γερμανικό γραμματόσημο του 1966 αφιερωμένο στο παραμύθι Ο πρίγκιπας βάτραχος.

Η Χιονάτη τρεις φορές ξεχνάει την επίμονη κι αυστηρή οδηγία των νάνων, τρεις φορές αφήνει την (μεταμφιεσμένη/μεταμορφωμένη) κακιά βασίλισσα να την ξεγελάσει και να την οδηγήσει στο χείλος του θανάτου. Και στη δική της περίπτωση θα χρειαστεί έξωθεν βοήθεια: τις δυο πρώτες φορές αρκούν οι νάνοι. Την τρίτη, όμως, και τη χειρότερη, πρέπει να ‘ρθει και πάλι ένας εκπρόσωπος της έννομης τάξης, ένας κανονικός πρίγκιπας για να σώσει την ηρωίδα.

Μνήμη

Εικονογράφηση της Χιονάτης από τον Franz Jüttner, 1905.

Μα όταν τα πράγματα είναι πραγματικά δύσκολα (όταν ο κίνδυνος δηλαδή έρχεται κι απειλεί να καταπιεί τον ήρωα του παραμυθιού από τη μεριά όπου λιγότερο τον περιμένει, μέσα δηλαδή από την ίδια του την οικογένεια), τότε η μνήμη μόνη της, όπως μπορεί κανείς να την έχει μέσα στο μυαλό του, δεν φτάνει. Θέλει βοήθεια. Πρέπει να βρει τρόπο να κρατηθεί, μέρος να φυλαχτεί, κρυψώνα ν’ ασφαλιστεί - πιο σίγουρη απ’ ό τι μπορεί να δώσει το ανθρώπινο μυαλό. Ο Κοντορεβυθούλης και ο Χάνσελ φοβούνται ότι θα ξεχάσουν, ότι δεν θα μπορέσουν να θυμηθούν σωστά τον μπερδεμένο δρόμο που στον πηγαιμό θα τους οδηγήσει στο θάνατο και στο γυρισμό μόνο -στο σωστό γυρισμό- στη σωτηρία. Γι’ αυτό σκαρφίζονται τα χαλίκια, και μ’ αυτά “γράφουν” στο άγραφο χαρτί της γης αυτό που πρέπει με κάθε θυσία να θυμούνται. 

Μνήμη

(αριστερά) Εικονογράφηση του Κοντορεβιθούλη από τον Gustave Dore, 1862 και (δεξιά) Ο Χάνσελ αφήνει σημάδια για να ξαναβρούν με τη Γκρέτελ το δρόμο. Εικονογράφηση του Καρλ Οφτερντίνγκερ, τέλη 19ου αιώνα.

Όλα τα παραμύθια έχουν σχέση με τη μνήμη, με τον αγώνα της διαφύλαξής της, με τον αγώνα ενάντια στη λήθη και στους τεράστιους κινδύνους της. Το πιο καλοπλεγμένο, όμως, αυτό που κεντάει αξεδιάλυτα ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη ολόκληρη την πολύχρωμη ζωγραφιά της ιστορίας του είναι η Ωραία Κοιμωμένη. Εδώ όλα ξεκινάνε με ένα ζευγάρι βασιλικό που (αν είναι δυνατόν!) ξεχνάει να καλέσει στο γλέντι για τη βάφτιση της μοναχοκόρης του μία από τις Νεράιδες. Κι απ’ όλες βρίσκει να ξεχάσει την Επικίνδυνη. Αυτή, θυμωμένη που την ξέχασαν, παίρνει εκδίκηση, εξαπολύει κατάρα και τιμωρεί τους γονείς καταδικάζοντας δια της μαγείας την κόρη τους σε θάνατο (και μάλιστα όχι αμέσως, αλλά όταν το κορίτσι θα γίνει δεκάξι χρονών). Με το ζόρι κατορθώνει μια άλλη νεράιδα να μετατρέψει την ποινή σε εκατό χρόνια ύπνο, που ουσιαστικά μεγάλη διαφορά από τον θάνατο δεν έχει. Με κόπους (και νόμους περίεργους και μέτρα δρακόντεια) πασχίζουν κι αγωνίζονται οι δύστυχοι γονείς να σώσουν το παιδί τους. Μα να που το παιδί  αποδεικνύεται ακριβώς παιδί των γονιών του: ξεχνάει τις αυστηρές τους οδηγίες και πάει και παίζει μ’ ένα αδράχτι! Κι εδώ έχουμε την πιο παραστατική περιγραφή της δύναμης που έχει η Μνήμη: η γεμάτη αγκάθια αγριοτριανταφυλλιά, που τυλίγει το Κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης είναι η Μνήμη αυτή καθ’ αυτήν, που ξέρει να κρατάει την καλή κι όμορφη στιγμή, την καλή κι όμορφη ανάμνηση, φυλαγμένη σε μέρος κλειστό κι ασφαλισμένο, ώσπου να ‘ρθει η ώρα να την “ξυπνήσει”, να την “ζωντανέψει”, να την “ζήσει” και πάλι. Μετά αναλαμβάνει ο Χρόνος. Τα εκατό χρόνια. Που η δική τους δύναμη είναι η άλλη: μετά από τόσον καιρό κανένας πια δεν θυμάται την Ωραία Κοιμωμένη και την ιστορία της. Κι όταν ο Πρίγκιπας βλέπει αυτό το ρουμάνι, (ένα δάσος πυκνό κι αδιαπέραστο με πύργους να προβάλλουν πάνω από τις κορυφές των δέντρων του ανεξήγητα), όταν ο πρίγκιπας λοιπόν ρωτάει, του απαντούνε όλοι ό τι έχει ακούσει ο καθένας: άλλοι είπαν πως ήταν ένα πολύ παλιό κάστρο όπου έβγαιναν φαντάσματα. Άλλοι πως μαζεύονταν εκεί κι έκαναν τη σύναξή τους οι μάγοι όλης της χώρας. Οι πιο πολλοί πίστευαν πως εκεί έμενε κάποιος δράκος, κι ότι πήγαινε εκεί όσα παιδιά κατάφερνε ν’ αρπάξει, για να μπορεί να τα φάει με την ησυχία του και χωρίς να φοβάται μην τον ακολουθήσει κανένας, γιατί μόνο εκείνος, λέει, είχε τη δύναμη ν’ ανοίγει πέρασμα μέσα από το δάσος. Το βασιλόπουλο δεν ήξερε τι να πιστέψει, όταν ένας γέρος χωριάτης του είπε:

«-Βασιλόπουλό μου, πάνε τώρα πάνω από πενήντα χρόνια που άκουσα τον πατέρα μου να λέει πως σ’ αυτόν τον πύργο ήταν μια βασιλοπούλα, η πιο όμορφη του κόσμου, πως ήτανε να μείνει κοιμισμένη εκατό χρόνια, και πως θα την ξυπνούσε κάποιο βασιλόπουλο, που του ήταν ταγμένη να την πάρει γυναίκα του»

Τα παραμύθια του Περώ, εκδ. Άγρα, μτφρσ. Δέσποινα Καμπάνη-Δετζώρτζη

 

Μνήμη

Εικονογράφηση της Ωραίας Κοιμωμένης από τον GustaveDore, 1897

Και στη Γαϊδουρόγουνα ο φταίχτης ξεχασιάρης είναι και πάλι ένας γονιός. Το λάθος, το αμάρτημα της λήθης εδώ το διαπράττει ο ίδιος ο θεματοφύλακας της μνήμης: ο πατέρας. Που χάνοντας την πολυαγαπημένη του γυναίκα φτάνει να ξεχάσει πολλά, ακόμα κι αυτό που θα ΄πρεπε με κάθε τρόπο να θυμάται. Κι επειδή η ομορφιά της κόρης του καθώς μεγαλώνει του θυμίζει ολοένα και περισσότερο την πεθαμένη πεντάμορφη βασίλισσα της καρδιάς του, ξεχνάει ποιος είναι ο ίδιος, ποιά είναι η κόρη του - και γυρεύει να την παντρευτεί. Την αναγκάζει έτσι να φύγει έξω και μακριά από την ασφάλεια του πατρικού της σπιτιού αναζητώντας τη σωτηρία αλλού, εκεί όπου ο προστάτης βασιλιάς πατέρας της δεν θα την φτάνει. Και θα κοντέψει να ξεχάσει κι η ίδια τον αληθινό της εαυτό, ποια πραγματικά είναι, καθώς για να γλυτώσει δεν θα γίνει απλά μια άλλη, αλλά θα κρυφτεί μέσα στο τομάρι ενός ζώου, βρώμικου και κακάσχημου: σε μια γαϊδουρόγουνα. Απ’ αυτή φυσικά τη μαύρη ζωή πάλι ένα βασιλόπουλο θα την βγάλει. 

Μνήμη

Όταν έφτασε η Γαϊδουρώ στο παλάτι, όλοι σκέφτηκαν ότι ο πρίγκιπας θα πρέπει πια να είχε χάσει τελείως τα λογικά του, αφού σκεφτόταν να παντρευτεί την πιο αηδιαστική γυναίκα που είχε υπάρξει ποτέ. 
Μπαίνοντας στην αίθουσα υποδοχής, η κοπέλα ξεπρόβαλε μέσα από το γαϊδουροτόμαρο που την σκέπαζε ολόκληρη, το λεπτό της χέρι και το άπλωσε στον πρίγκιπα. Ο νέος αναγνώρισε αμέσως το χέρι της μοναδικής κοπέλας που θα μπορούσε να στολιστεί με το κόσμημα που κρατούσε. Πέρασε συγκινημένος το δαχτυλίδι με το ρουμπίνι στο δάχτυλό της Γαϊδουρώς και καθώς την τραβούσε κοντά του, το τομάρι που είχε προκαλέσει τόσες κοροϊδίες γλίστρησε στο πάτωμα.
Κι εκεί μπροστά σ’ όλους αυλικούς που ήταν συγκεντρωμένοι, παρουσιάστηκε στο φως της ημέρας η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου.

Σαρλ Περρώ, Η βασιλοπούλα με το γαϊδουροτόμαρο, διασκ. Ανν Ζονάς, εικ. Ανν Ρομπύ, μτφ. Σάντρα Βρέττα, Ποταμός, 2003

 

 

δημοφιλή θέματα βιβλίων στο bookbook.gr

Αρκούδες Αστυνομικά Γαλλία Δώρα Εβραίοι Ελλάδα, ελληνική επανάσταση 1821 Ευρώπη Ηρωίδες Κίνα Καλοκαίρι Καπέλα Κατοχή Κυκλάδες Παρίσι Σπίτια Τσίρκο Χριστούγεννα άγγελοι άγρια ζώα άλογα έρωτας έφηβοι ήρωες αγάπη αγροκτήματα αγόρια αδέρφια αλεπούδες ανάγνωση ανάποδα παραμύθια ανθρώπινα δικαιώματα αριθμοί αρχαία Ελλάδα αρχαία Ελλάδα, Ιστορία αρχαία ελληνική ιστορία αρχιτεκτονική αστέρια αστρονομία βασιλιάδες βατράχια βιβλία βιβλιοθήκες βιβλιοπωλεία βιογραφίες βροχή βυζαντινή αυτοκρατορία βυθός γάτες γέφυρες γίγαντες γενέθλια γεωμετρία γιαγιάδες γιορτή γλυπτική γονείς και παιδιά δάση δέντρα δεινόσαυροι δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος διάστημα διαφορετικότητα δράκοι δρόμοι δόντια υγιεινή ειρήνη εκπαιδευτικοί ελέφαντες ελληνική μυθολογία ενηλικίωση εξερευνήσεις εξωγήινοι επιστήμη επιστήμονες εποχές ερωτήσεις ευτυχία εφευρέσεις εφηβεία ζουζούνια ζούγκλες ζωγράφοι ζωγραφική ζωγραφικοί πίνακες ζώα ημερολόγια θάλασσα θάνατος θάρρος θεατρικά έργα θησαυροί ιππότες ιστορία, ελληνική ιστορία, παγκόσμια ιστορίες κήποι καράβια κατοικίδια ζώα κηπουρική κλιμακωτά παραμύθια κορίτσια κουνέλια κουτιά κόμικς λέξεις λαγοί λαχανικά λιοντάρια λουλούδια λύκοι μάγισσες μάγοι μέλλον μαγειρική μαθηματικά μαμάδες μετανάστες μουσεία μουσική μπαμπάδες μύθοι νάνοι νεράιδες νησιά ντετέκτιβ νύχτα ξωτικά ξόρκια οικογένεια οικολογία οικονομία ορχήστρες ουράνιο τόξο πέταγμα παιδιά παιδιά με ειδικές ικανότητες παιδική ηλικία παιχνίδια παππούδες παραμύθια παρελθόν πειρατες περάσματα περιβάλλον περιβαλλοντική ρύπανση περιπέτειες ποίηση ποδόσφαιρο πολιτικά δικαιώματα ποντίκια ποτάμια πουλιά πρίγκιπες προϊστορία πρόσφυγες πρώτος παγκόσμιος πόλεμος πτήση πόλεις πόλεμος ρομπότ ρούχα σαλιγκάρια σελήνη σκοτάδι σκύλοι συμπεριφορά τρόποι συναισθήματα συνταγές σχήματα σχολεία σχολείο σχολικός εκφοβισμός σύννεφα τέρατα τέχνη τέχνηεκπαίδευση τίγρεις ταξίδια τηλεόραση υποβρύχια φάλαινες φαγητό φαντάσματα φανταστική λογοτεχνία φιλίες φιλοσοφία φοβίες φυσική φόβος φύση χάρτες χειμώνας χελώνες χορός χρυσοθήρες χρόνος χρόνος μέτρηση χρώματα όνειρα ύπνος
bookbook.gr
κλείσιμο