Επτά γκάφες σε μια εβδομάδα, η ιστορία
Με λένε Μπία και κάθομαι τιμωρημένη στο δωμάτιό μου. Όλα πήγαν στραβά. Η μαμά παραπονιέται διαρκώς ότι κουράζεται και ήθελα να τη βοηθήσω, αλλά όλα πήγαν στραβά, πολύ στραβά.
Όλα. Κι όχι μόνο για μια μέρα, πράγμα φυσιολογικό –υπάρχουν καλές μέρες και στραβές μέρες- αλλά για κάμποσες μέρες. Τώρα όλοι λένε “Μπία η τρικυμία” και βρίσκομαι εδώ τιμωρημένη στο δωμάτιό μου. Η μαμά μού φέρνει τον δίσκο με το φαγητό και με αγριοκοιτάζει: “Πρόσεξε μη βάλεις φωτιά”, μου είπε – θαρρείς κι είμαι χαζή και παίζω με σπίρτα. Ο μπαμπάς δεν μου μιλάει καν – μου κρατάει μούτρα επειδή αποσυντόνισα την τηλεόραση την ώρα που άρχιζε το ντέρμπι. Όμως στην πραγματικότητα δεν έφταιγα εγώ. Ο αδερφός μου φταίει για όλα. Αλλά το ξέρω, έτσι γίνεται πάντα. Εκείνος ξεκινάει τον καβγά, εμένα μαλώνουν στο τέλος... Εκείνος ξεκολλάει τις ετικέτες από τα κουμπιά, εμένα τιμωρούν επειδή χάλασε η τηλεόραση.
Ακούστε τι έκανε κι από εκείνη τη μέρα όλα πήγαν στραβά. Όλα.
Η μαμά είχε καλεσμένους, όλους τους συγγενείς της (έχει μεγάλο σόι). Αυτό από μόνο του φέρνει εκνευρισμό στο σπίτι. Όλα πρέπει να είναι τέλεια, και φυσικά πάντα μερικά πάνε, καμιά φορά, στραβά -με τη βοήθεια του Φάνη (ο Φάνης είναι ο αδερφός μου).
Είχαμε τελειώσει το φαγητό, το γλυκό και το φρούτο (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά -τα ξαδέρφια μου που είναι μικρότερα, επέμεναν να βάζουν φράουλες στο παστίτσιο και μαγιονέζα πάνω από το τσίζκεϊκ και να τα τρώνε κιόλας) και ήταν τώρα η σειρά του καφέ.
Εμείς, τα παιδιά δεν πίναμε φυσικά καφέ, αλλά έπρεπε να μείνουμε στο τραπέζι μέχρι να τελειώσουν όλοι. (Αυτόν τον κανόνα δεν τον καταλαβαίνω). Έτσι, καθώς βαριόμασταν, κλοτσούσαμε ο ένας τον άλλον κάτω από το τραπέζι και ρίχναμε ο ένας στον άλλον ψιχουλάκια. Μέχρις εδώ τίποτα το ασυνήθιστο...
Μετρούσα αντίστροφα μέχρι την απελευθέρωσή μας όταν η μαμά δήλωσε:
«Και τώρα, ας περάσουμε στο σαλόνι» και συνέχισε «Μπία βοήθησέ με σε παρακαλώ με τα φλιτζάνια» και μου έδειξε έναν δίσκο με το καλό σερβίτσιο, υπολείμματα γλυκών, κουταλάκια, τη γαλατιέρα και μερικές χαρτοπετσέτες. Αλλά όταν πήγα να κάνω το πρώτο βήμα σκόνταψα σε κάτι, έτσι υπέθεσα δηλαδή μιας και το πόδι μου δεν μπορούσε να κουνηθεί, έχασα την ισορροπία μου, έλουσα τη θεία Μαρίνα -που καθόταν δίπλα μου- με τους καφέδες, λέρωσα το κοστούμι του θείου Γιώργου και το φόρεμα της μεγάλης μου εξαδέλφης –που φοράει πάντα ακριβά ρούχα, είναι αυτό που λέμε fashion victim-, ενώ ένα κομμάτι τσίζκεϊκ κόλλησε με γλοιώδη τρόπο στη μεταξοτυπία του Μόραλη στον τοίχο κι ένα άλλο έπεσε με ορμή στη γυάλα με το χρυσόψαρο το οποίο εκσφενδονίστηκε προς άγνωστη κατεύθυνση. Έπεσε η γαλατιέρα (και έσπασε φυσικά) περιχύνoντας γάλα στα καινούργια καστόρινα μποτάκια της εξαδέλφης, ενώ το μικρό κουταλάκι της ζαχαριέρας πετάχτηκε στο βαθύ ντεκολτέ της θείας Ελένης (η οποία ντύνεται σαν την Μαντόνα, δεν έχει συναίσθηση της ηλικίας της) και σταθεροποιήθηκε εκεί. Η μαμά ίσως λιποθύμησε, ίσως όχι: δεν τη θυμάμαι να φωνάζει - και ο μπαμπάς έσκυψε κάτω από το τραπέζι για να αποφύγει τον περιστρεφόμενο δίσκο, που, άδειος πια και ελαφρύς, φαινόταν να τον είχε βάλει σημάδι.
Τέλος έπεσα κι εγώ... Με το κεφάλι μου ακουμπισμένο στο χαλί και ενώ προσγειώνονταν γύρω μου υπολείμματα γλυκών, χαρτοπετσέτες και κύβοι ζάχαρης, διαπίστωσα ότι κάποιος μού είχε δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών μου μεταξύ τους...
Λοιπόν, έφταιγα;
Όχι δεν έφταιγα, έφταιγε ο Φάνης που μου είχε δέσει τα κορδόνια. Με έβαλαν τιμωρία. Την επομένη πάλι δεν έφταιγα αλλά πάλι συνέβη κάτι. Στο σχολείο, στο διάλειμμα, πήγα να πάρω σοκολάτα από το μηχάνημα αλλά μόλις έβαλα το κέρμα, ακούστηκε ένα μπουμ κι άρχισε να χύνεται από παντού σοκολάτα. Έκανα μεταβολή, παριστάνοντας την αδιάφορη και ευχόμουν να μη με έχει δει κανείς. Την υπόλοιπη μέρα στο σχολείο ήμουν πολύ ανήσυχη – φοβόμουν μήπως υπάρχουν βιντεοκάμερες που μας παρακολουθούν. Αν υπάρχουν βιντεοκάμερες θα έχουν καταγράψει την πλημμύρα της σοκολάτας. Δεν ήξερα ότι υπάρχει τόση πολλή σοκολάτα μέσα στο μηχάνημα.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, ήμουν τόσο νευρική που, αντί να πατήσω το κουμπί του ασανσέρ για τον πέμπτο όροφο, πάτησα το κουμπί του κινδύνου. Αναστατώθηκε η πολυκατοικία, κι ο Φάνης που βλέπει ταινίες δράσης άρχισε να φωνάζει: «Βόμβα! Βόμβα! Τρομοκράτες!» Από τις φωνές του Φάνη, η κυρία Μπουλουκίδου από το ρετιρέ φώναξε την αστυνομία και την πυροσβεστική κι όταν ήρθαν όλοι αυτοί οι ένστολοι άνθρωποι ζάρωσα σε μια γωνία του δωματίου μου γιατί νόμιζα πως θα συνελάμβαναν. Αλλά δεν με συνέλαβαν, έψαξαν σε όλη την πολυκατοικία και κυρίως στο διαμέρισμα της κυρίας Μπουλουκίδου. Δεν βρέθηκε βόμβα – η βόμβα ήμουν εγώ• είχα μεταμορφωθεί ξαφνικά σε κάτι καταστροφικό που απειλούσε την ανθρωπότητα. Παρέμεινα τιμωρημένη στο δωμάτιό μου και καθόμουν στο παράθυρο παίρνοντας βαθιές αναπνοές. Σε μια στιγμή είδα τη μαμά να έρχεται από το σούπερ-μάρκετ φορτωμένη με σακούλες. «Μαμά,» φώναξα και κούνησα το χέρι για να συμφιλιωθούμε και να με βγάλει από το δωμάτιο – αλλά, δεν ξέρω πώς, μη ρωτάτε πώς, με τον με τον αγκώνα μου έριξα τη μεγάλη γλάστρα μου πάνω στο αυτοκίνητο του μπαμπά που ήταν παρκαρισμένο στον δρόμο. Άρχισε να στριγκλίζει ο συναγερμός κι εγώ κρύφτηκα στην ντουλάπα.
Όταν ο μπαμπάς με ανακάλυψε μέσα στην ντουλάπα, μου έδειξε τον κουμπαρά μου, όπου μαζεύω λεφτά για να πάρω τον πρώτο του ηλεκτρονικό υπολογιστή, και είπε: «Μ’ αυτά θα πληρώσω το φαναρτζίδικο!» Και κουδούνισε τον κουμπαρά μπροστά στα μάτια μου. Πάνε οι οικονομίες ενός χρόνου... Αχ, Μπία, Μπία, πόσο δύσκολη είναι η ζωή και πόσο γεμάτη παγίδες. Δεν απορούσα πια γιατί και πώς έκανα όλα αυτά τα λάθη, απορούσα γιατί και πώς τα είχα αποφύγει τόσα χρόνια (έντεκα). Είναι ευκολότερο να κάνεις λάθη από το να μην κάνεις λάθη.
Την επομένη πρόσεχα πάρα πολύ μην κάνω κάτι φριχτό. Αλλά όταν προσέχεις πάρα πολύ κάνεις τα φρικτότερα. Ήθελα να είμαι καλή, και το απόγευμα, όταν πήγαμε με τη μαμά στο πάρκο για να κάνω ποδήλατο ήμουν ευγενική με την κυρία Μπουλουκίδου. Η κυρία Μπουλουκίδου έχει ένα σκυλί που της μοιάζει στη φυσιογνωμία και στον χαρακτήρα. Καθώς έκανα βόλτες με το ποδήλατό μου με πλησίασε το σκυλί και μου γάβγισε, κι εγώ, για να είμαι καλή, τού έδωσα να φάει τη σοκολάτα μου. Εσείς που διαβάζετε τώρα αυτό ίσως ξέρετε από σκυλιά – εγώ πάντως δεν ήξερα: το σκυλί της κυρίας Μπουλουκίδου δηλητηριάστηκε! Η σοκολάτα είναι σκυλοδηλητήριο – μα, πώς να το ξέρω; Ήθελα να είμαι καλή... Το σκυλί έκανε εμετό στο πάρκο και η κυρία Μπουλουκίδου το βούτηξε υπό μάλης και την είδα να μπαίνει τρέχοντας σ’ ένα ταξί. Όλο το βράδυ σκεφτόμουν ότι σκότωσα το σκυλί της κυρίας Μπουλουκίδου και ρωτούσα τη μαμά, εμμέσως, «Αν σκοτώσεις σκυλί πας φυλακή;» Η μαμά με κοιτούσε απορημένη. «Εξαρτάται...» απάντησε.
Ήταν η χειρότερη δυνατή απάντηση. Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα από την αγωνία μου.
Ευτυχώς το πρωί άκουσα το σκυλί της κυρίας Μπουλουκίδου να γαβγίζει. Πρώτη φορά το γάβγισμα αυτού του σκυλιού μού φάνηκε σαν τραγούδι. Αλλά τα είχα βάλει με τον εαυτό μου: τι θα συνέβαινε σήμερα; Φωτιά; Πλημμύρα; Σεισμός; Ήταν δυνατό να προκαλέσω καταστροφές από κείνες που ονομάζουν θεομηνίες; Όλη την ημέρα ήμουν πολύ γεμάτη άγχος. Και δεν άργησα να διαπιστώσω ότι όποιος είναι γεμάτος άγχος τα θαλασσώνει χειρότερα.
Το απόγευμα, αφού έκανα τα μαθήματά μου, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είχα πολύ άσχημη όψη. Όταν είμαι στενοχωρημένη έχω τα χάλια μου. Επιπλέον, τα μαλλιά μου κρέμονται σαν κλωστές. Γι’ αυτό σκέφτηκα να τα κόψω λίγο, να φτιάξω τις φράντζες σαν της Κέιτι Χολμς που είναι γυναίκα του Τομ Κρουζ. Κλείστηκα στο μπάνιο για να ομορφύνω λιγάκι και βάλθηκα να κόβω τα μαλλιά με το μεγάλο ψαλίδι. Όταν η μαμά άρχισε να χτυπάει την πόρτα του μπάνιου, η καταστροφή είχε ήδη γίνει: ένα πράγμα που έμαθα είναι ότι οι κομμωτές και οι κομμώτριες εξασκούν μια πολύπλοκη τέχνη – δεν είμαστε όλοι κομμωτές και κομμώτριες. Μόλις βγήκα από το μπάνιο η μαμά απείλησε ότι θα λιποθυμήσει (το συνηθίζει αυτό). Με άρπαξε και τρέξαμε μαζί στο κομμωτήριο της δεσποινίδας Φρόσως όπου η δεσποινίς Φρόσω, μόλις με είδε, απείλησε ότι θα λιποθυμήσει επίσης. Με κάθισαν στην καρέκλα και μου έκοψαν τα μαλλιά και τώρα μοιάζω με τον Φάνη. Την επομένη ήμουν τιμωρημένη στο δωμάτιό μου κι από εδώ μέσα σας γράφω τώρα. Έξω από το δωμάτιο και σε ολόκληρο το σπίτι μιλάνε για την Μπία την τρικυμία. Σκέφτομαι, θυμωμένη, ότι όλοι κάνουν γκάφες, απλώς δεν τις κάνουν όλες μαζί: η μαμά έχει τρακάρει το αυτοκίνητο τρεις φορές, ο μπαμπάς έχει προκαλέσει βραχυκύκλωμα προσπαθώντας να επισκευάσει μια πρίζα, ο Φάνης έπεσε μια φορά, όταν ήταν μωρό, από τον φωταγωγό (τότε μέναμε στον πρώτο όροφο) και τον βρήκαμε να παίζει στο γρασίδι. Η μαμά είχε απειλήσει ότι θα λιποθυμήσει και σ' εκείνη την περίσταση όντως λιποθύμησε. Η γιαγιά έχει βγει δυο φορές από το σπίτι φορώντας τις παντόφλες της...Η θεία Μαρίνα έχει χάσει το πορτοφόλι της πάνω από εφτά φορές και τώρα δεν το παίρνει ποτέ μαζί της για να μην το ξαναχάσει. Ο θείος Γιώργος δεν χάνει πορτοφόλια, χάνει όμως αεροπλάνα: τρέχει κραδαίνοντας το αεροπορικό εισιτήριο και παρακαλεί να ανοίξουν οι πόρτες και να τον βάλουν στο αεροσκάφος. Μερικές φορές τον βάζουν, άλλες φορές δεν τον βάζουν. Η εξαδέλφη μου, που τρελαίνεται για τη μόδα, πάει κάθε μέρα στα μαγαζιά και έχει καταχρεωθεί στις πιστωτικές κάρτες. Θέλω να πω: κανείς δεν τους τιμώρησε... Γιατί τιμωρούν εμένα; Και τώρα που σας το γράφω αυτό με έχει πιάσει πανικός διότι νομίζω ότι έχω χάσει το κλειδί του δωματίου μου και έχω κλειδωθεί μέσα.
Διαβάστε την ιστορία όπως γράφτηκε αρχικά