Εφιάλτες στο σχολείο, γράψε την ιστορία
Κανείς δεν πιστεύει και κανείς δεν με παίρνει στα σοβαρά. Είμαι μικρός κι ασήμαντος. Είμαι αδύναμος και μόνος.
Στο σχολείο υπάρχει ένα παιδί, πολύ ψηλό, με μεγάλα χέρια σαν γίγαντα και κόκκινα μαλλιά.
Τον λένε Λάμπη κι όλοι τον φοβούνται: έχει μια παρέα από τρομακτικά αγόρια, πιο τρομακτικά κι απ' τον ίδιον. Αλλά ο Λάμπης είναι ο αρχηγός. Νομίζω ότι ένα απ' αυτά τα αγόρια έχει στην τσέπη του ένα σουγιαδάκι. Εγώ τα σουγιαδάκια τα φοβάμαι. Είμαι φιλήσυχος! Δεν μου αρέσει η βία! Καμιά φορά όταν βλέπουμε ταινίες στην τηλεόραση και γίνονται φονικά και κυνηγητά και χύνεται αίμα κλείνω τα μάτια μου με την παλάμη μου. Ο μπαμπάς γελάει. "Κέτσαπ είναι!" λέει.
Δεν είναι για γέλια - και μπορεί να είναι κέτσαπ στην τηλεόραση, φονικά όμως γίνονται στην πραγματικότητα. Χύνεται αίμα!,
Ο κόσμος είναι γεμάτος Λάμπηδες.
Ο Λάμπης ρίχνει κάτω πράγματα και με αναγκάζει να τα μαζεύω. Ανάμεσα στα πράγματα που ρίχνει είμαι κι εγώ ο ίδιος: προχθές με χτύπησε και μ' έριξε στις λάσπες. Όταν το είπα στη δασκάλα, η δασκάλα είπε: "Να είστε φρόνιμοι", λες κι έφταιγα κι εγώ.
Δεν υπάρχει δικαιοσύνη! Κάθε μέρα πηγαίνω στο σχολείο με χτυποκάρδι - φοβάμαι τον Λάμπη και την παρέα του. Φοβάμαι μήπως με σφάξουν...
(κάντε κλικ στο «συνεχίστε την ιστορία» και προσθέστε το κείμενό σας)
Θα είναι πάλι όλοι εκεί και τους φοβάμαι. Από το φόβο και την πίεση έχει αρχίσει να με πονάει
το κεφάλι μου και κανείς δεν πιστεύει αυτό που περνάω.
Όπου παραπονεθώ, μου λένε: “Ε! εντάξει παιδιά είναι και παίζουν”.
Ωραία παιχνίδια. Και πως μπορούν να γελάνε όταν ρίχνουν κάποιον χτυπώντας τον στις λάσπες;
Αστείο είναι αυτό; Εγώ γιατί δεν μπορώ να γελάσω;
Από τη μία με πιάνει να θέλω να τους εκδικηθώ κι εύχομαι να πάθουν κι αυτοί τα ίδια από άλλους,
αλλά αμέσως το μετανιώνω και λέω ότι αυτό δεν είναι σωστό και προσπαθώ να καταλάβω τη συμπεριφορά τους
και τους λόγους που πράττουν έτσι για να τους δικαιολογήσω.
Και βρίσκω απαντήσεις.
Αλλά από την άλλη και με αυτόν τον τρόπο δε βάζουν μυαλό. Θέλω να πω δεν αλλάζει κάτι.
Η συμπεριφορά τους παραμένει η ίδια. Κι εγώ υποφέρω. Κι αύριο είναι Δευτέρα ξανά.
Όσο σκέφτομαι ότι πρέπει να περάσω την καγκελόπορτα του προαύλιου...
φορτωμένος και με όλα αυτά τα βιβλία στην πλάτη μου... και με τα μάτια κάτω για να μην τους βλέπω
- σαν να έχω κάνει κάτι εγώ - ελπίζοντας ότι δε θα με δουν κι αυτοί και θα με αφήσουν ήσυχο...
Η μέρα στο σχολείο πέρασε με σχετική ηρεμία και γυρίζοντας στο σπίτι το μεσημέρι πέρασα έξω από το σπίτι του Λάμπη. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Ίσως για να σιγουρευτώ πως δεν θα έρθει και αύριο στο σχολείο;;;
Απ' έξω ήταν μαζεμένος κόσμος και όλοι φορούσαν μαύρα. Φοβήθηκα να πλησιάσω αλλά κάτι μέσα μου μου έλεγε να πάω εκεί. Από την ανοιχτή πόρτα της διόροφης μονοκατοικίας φαινόταν ο Λάμπης σε μια γωνία να κλαίει. Από τα σχόλια των ανθρώπων που στέκονταν έξω από το σπίτι κατάλαβα οτι είχε πεθάνει ο παππούς του που ο Λάμπης τον αγαπούσε πάρα πολύ. Στεκόμουν σαν στήλη άλατος στην εξώπορτα, μπερδεμένος χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Ο ατρόμητος Λάμπης έδειχνε τόσο αδύναμος. Σχεδόν τον λυπήθηκα και προτού πάρω την απόφαση να γυρίσω την πλάτη και να φύγω το βλέμμα του έπεσε επάνω μου. Με κοιτούσε αμήχανος. Ίσως φοβήθηκε οτι θα μιλούσα στο σχολείο και θα του χαλούσα το ατρόμητο ίματζ που είχε στήσει. Ενστικτωδώς του έκανα ένα νεύμα συμπαράστασης και έφυγα. Την άλλη μέρα, καθώς πλησίαζα στο σχολείο, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Φοβόμουν οτι την χθεσινή μου περιέργεια θα την πλήρωνα ακριβά από τον Λάμπη και την μικρή του συμμορία. Η αλήθεια είναι οτι η μέρα κύλησε πολύ ομαλά. Πολύ περισσότερο από ό,τι φανταζόμουν και ο Λάμπης με κοιτούσε κάποιες φορές έντονα αλλά όχι με σκοπό να με φοβίσει. Μόλις τελείωσε το σχολείο και ενώ είχα ξεκινήσει για το σπίτι ακούω πίσω μου ένα τρεχαλητό. Φοβισμένος γυρίζω και βλέπω τον Λάμπη. "Μην φοβάσαι" μου είπε. "Σε ευχαριστώ για χθες" μου είπε και έφυγε. Κάτι μου έλεγε οτι είχα απαλλαγεί πια από το βάρος που κουβαλούσα τόσο καιρό.
Την πρώτη μου μέρα ήμουν κατενθουσιασμέν ος. Έλα, όμως, που κι ο Λάμπης ήταν γραμμένος στην ίδια σχολή. Όπως καταλαβαίνετε, λοιπόν, στη σχολή παιρνούσα χειρότερα απ' ότι στο σχολείο. Κι έχω πολλά επιχειρήματα γι' αυτό:
Πρώτα απ' όλα καθημερινά δεχόμουν τα πειράγματά του, τα οποία μάλιστα συνήθως αφορούσαν το ελάχιστο, σωματικό μου ύψος. Συνεπώς με έσπρωχνε, με ποδοπατούσε και με θεωρούσε μυρμήγκι. Το χειρότερο, όμως, ήταν στα αποδυτήρια, όταν ο δάσκαλος δεν μας παρακολουθούσε! Με έδερνε μέχρι να ικανοποιηθεί, με σχολίαζε και μου υποδυόταν τον άνδρα, το στηβαρό παλικάρι.
Όλες αυτές τις ημέρες ήμουν μουτρομένος και δεν μιλούσα σχεδόν ποτέ σε κανέναν. Είχα απομονωθεί από τους πάντες και τα πάντα. Μέχρι που έφτασε, επιτέλους, εκείνη η μέρα, κατά την οποία αποκαλύφθηκαν όλα.
Ήταν μια ηλιόλουστη, καλοκαιρινή ημέρα. Πλησίαζε η ημέρα όπου τα σχολεία θα έκλειναν. Ενώ γυρνούσα απο το σχολείο και κόντευα να φτάσω στο σπίτι μου, άκουσα φωνές που με εμπόδισαν να συνεχίσω το δρόμο μου. Κοίταξα γύρω μου. Οι φωνές προέρχονταν από το σπίτι του Λάμπη. Άκουγα μέχρι και τον ίδιο που φώναζε: "Μη μπαμπά, μη! " Κατάλαβα ότι αυτό δεν με αφορούσε και ότι αν έμενα έστω και λίγο ακόμη και με έβλεπε ο Λάμπης, θα τις έτρωγα. Έτσι έφυγα τρέχοντας. Δεν μίλησα σε κανέναν γι' αυτό. Παρ' όλα αυτά το συλλογιζόμουν συνέχεια. "Να γιατί είναι νταής" έλεγα συνεχώς στον εαυτό μου." Στην πραγματικότητα είναι ένα παιδί. Ένα παιδί το οποίο δεν έχει να στηριχθεί. Είναι καθήκον μου, λοιπόν, να τον στηρίξω εγω."
Έτσι κι έκανα. Την επομένη πήγα και τον βρήκα. Ευτυχώς ήταν μόνος του. Πλησίασα....