Ιστορίες ενοχής, η ιστορία

Ιστορίες ενοχής
Σήμερα το πρωί, η μαμά ήταν ψυχρή μαζί μου. Δεν με φίλησε, ούτε καν με κοιτούσε καλά-καλά. Κοιτούσε αλλού. Τι της έκανα; Κάτι θα της έκανα, δεν θυμάμαι όμως τι. Όταν γύρισα από το σχολείο, ο μπαμπάς μού έριξε ένα βλέμμα φοβερό και μου είπε να πάω αμέσως στο δωμάτιό μου. «Δίνε του, κι εσύ!», είπε.
(Άκου «δίνε του»!)
Πήγα στο δωμάτιό μου κατατρομαγμένος και κλείστηκα εκεί όλο το απόγευμα προσπαθώντας να διαβάσω για το σχολείο. Η μαμά δεν μπήκε ούτε μια φορά: συνήθως, μου φέρνει χυμό και κάθεται μαζί μου και με ρωτάει για τα μαθήματα.
Σήμερα τίποτα… Κάτι έχω κάνει… Τι έχω κάνει ο καημένος; Γιατί δεν μ’ αγαπάνε πια; Μήπως επειδή τσακώθηκα με τον ξάδερφό μου τον Αλέξη; Μα, μου μουντζούρωνε τα τετράδια! Μήπως επειδή έφαγα προχθές δυο σοκολάτες αντί για ένα μικρό κομματάκι;
Τόσο σοβαρό είναι να τρως δυο σοκολάτες; Πώς μπορείς να ξε-κάνεις κάτι που έχεις κάνει;
Ήταν έντεκα το βράδυ και ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου μέσα στο σκοτάδι. Δεν με έπαιρνε έπαιρνε ο ύπνος.
Προσπαθούσα να θυμηθώ τι έκανα ώστε η μαμά να θυμώσει τόσο. Κι ο μπαμπάς, γιατί ήταν τόσος απότομος; Άκου «Δίνε του κι εσύ!»
«Κι εσύ» - γιατί, ποιος άλλος έπρεπε να «του δίνει»;
Αύριο, θα ρωτήσω τη θεία Ελένη μήπως ξέρει κάτι.

Σάββατο πρωί: στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία.
«Κοιμούνται ακόμη», σκέφτηκα. Άνοιξα σιγανά την πόρτα και βγήκα από το σπίτι. Θα ρωτούσα τη θεία – μένει στον πάνω όροφο, δυστυχώς μαζί με τον Αλέξη• δεν είχα καμιά όρεξη να δω τον Αλέξη: μου μουντζούρωσε τα τετράδια με τον μαρκαδόρο! Τι να κάνω όμως... Ανέβηκα γρήγορα τα σκαλιά και χτύπησα το κουδούνι.
Καμιά απάντηση. Ξαναδοκίμασα. Μα πού πήγαν όλοι; Μήπως έγινε πόλεμος; Μήπως έγινε αυτό που λένε «πυρηνική καταστροφή» και είμαι ο μοναδικός επιζών; Τι κάνει ο άνθρωπος όταν μένει μοναχός του πάνω στη γη;
Συνέχισα να χτυπάω το κουδούνι ενώ με κατέκλυζαν σκέψεις εφιαλτικές. Είμαι μόνος στον κόσμο! Και το φως της μέρας είναι γκρίζο! Έχει συμβεί όλεθρος! Και μάλιστα προτού μάθω σε τι φταίω και προτού μου πάρουν το Playstation 3 που ονειρεύομαι.
Κάμποσα λεπτά αργότερα η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο θείος Λίνος με τις πιτζάμες και τις παντόφλες.
-Τι θες εδώ παιδάκι μου απ’ τα χαράματα; μου λέει τρίβοντας τα μάτια. (Όχι τα δικά μου μάτια, τα δικά του μάτια).
Ήθελα τόσο πολύ να μάθω τι φρικτό έχω κάνει που δεν είχα δει τι ώρα ήταν.
-Είναι πεντέμισι το πρωί! επέμεινε ο θείος. Έχετε τρελαθεί όλοι σ’ αυτό το σπίτι;
Τι εννοούσε «Έχετε τρελαθεί όλοι»;; Παρότι ανακουφίστηκα που μου άνοιξε την πόρτα αυτό το «έχετε τρελαθεί όλοι» με τάραξε πάλι.
-Περίμενε να πλυθώ και τα λέμε, είπε ο θείος.
Αλλά δεν πρόλαβε να γυρίσει για να «τα πούμε» διότι εμφανίστηκε η θεία Ελένη κι έβαλε τις φωνές:
-Γρήγορα στο κρεβάτι σου! Είναι πέντε το πρωί! Δεν βλέπεις ότι δεν έχει ξημερώσει; Έχετε τρελαθεί όλοι σ’ αυτό το σπίτι;
Και με έδιωξε, αφού επανέλαβε τα περί «τρέλας» «σ’ αυτό το σπίτι».
Τι έκανα και με αποκαλούν τρελό; Και γιατί με διώχνουν; Η θεία με έσπρωξε στις σκάλες!
Γύρισα συντετριμμένος στο δωμάτιό μου – κι έφτιαξα, περίλυπος, μια λίστα με τα κακά πράγματα που είχα κάνει τις τελευταίες μέρες. Τελικά, φαίνομαι γλυκός και καλός αλλά είμαι κακός άνθρωπος! Να ορίστε:
1. Τσακώθηκα με τον Αλέξη: του τράβηξα τα μαλλιά και είπα μια παλιοκουβέντα που δεν γράφεται. (Την είπα δύο φορές).
2. Έφαγα δύο σοκολάτες (του Αλέξη).
3. Δεν τακτοποίησα το δωμάτιό μου. Στην πραγματικότητα το δωμάτιό μου είναι άνω κάτω. Άνω κάτω είναι και η ψυχή μου.
4. Έριξα το τηλεκατευθυνόμενο αεροπλανάκι πάνω στη βιβλιοθήκη για να δω πόσο γερό είναι. Το αεροπλανάκι είναι γερό, η βιβλιοθήκη όχι και τόσο. (Έγινε βαθούλωμα).
5. Διάβαζα κόμικς που είχα τοποθετήσει μέσα στο βιβλίο της ιστορίας.
6. Επειδή είμαι πολύ ερωτευμένος με τη συμμαθήτριά μου τη Χριστιάνα τής ρίχνω νερά στο διάλειμμα. Κι εκείνη στάζει νερά και κλαίει. Αλλά δεν καταλαβαίνει ότι της ρίχνω νερά επειδή θέλω να την παντρευτώ. Τελικά, κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Λοιπόν, τώρα θα δείξω ότι είμαι καλός και θα με ξανασυμπαθήσουν όλοι. Θα φτιάξω καφέ στον μπαμπά και στη μαμά.
Νερό, καφές, ζάχαρη, γάλα. Το νερό βρίσκεται στο ψυγείο σε μπουκάλι που γράφει Gordon’s Gin. Πολύ ωραίο μπουκάλι! Έτοιμος ο καφές.
-Μαμά, μπαμπά. Καλημέρα! Ξυπνήστε! Σας έφτιαξα καφέ, είπα με γλυκιά φωνή.
-Δημήτρη, τρελάθηκες; λέει αγουροξυπνημένος ο μπαμπάς. Έχουμε τρελαθεί σ’ αυτό το σπίτι;
Αν ξανακούσω περί τρέλας στο σπίτι, θα αυτοκτονήσω! Στις ειδήσεις, στην τηλεόραση, είπαν ότι τον τελευταίο καιρό αυτοκτονούν παιδιά – πώς να μην αυτοκτονούν άμα τους λες ξανά και ξανά ότι τρελάθηκαν; Άνθρωποι είμαστε κι εμείς τα παιδιά. Έχουμε ψυχή - και η ψυχή μας είναι άνω κάτω.
-Άντε, φέρε τον καφέ, είπε ο μπαμπάς λες και έκανε μεγάλη παραχώρηση. Στάθηκα κι εγώ ο έρμος δίπλα στο κρεβάτι και περίμενα.
Καταστροφή! Μόλις ο μπαμπάς ήπιε μια γουλιά από τον καφέ άρχισε να βήχει και να φτύνει, έγινε κατακόκκινος και τα μάτια του παρ' ολίγο να πεταχτούν από τις κόχες τους. Μα, τι έκανα;
Δεν θέλω να πολυλογώ και να σας κουράζω κι εσάς – όμως, δυο πράγματα θα σας πω: πρώτον, αντί να βάλω νερό έβαλα ένα ποτό που το λένε «τζιν» (Δεν ήξερα! Ήταν σαν νερό! Ίδιο, ολόιδιο! Προσέχετε κι εσείς μην τα μπερδέψετε) και που έχει γεύση σαν κρασί αλλά με περισσότερο οινόπνευμα μέσα. Δεύτερον, ενώ στεκόμουν εκεί σαν χαζός περιμένοντας να ξυπνήσει η μαμά και να βοηθήσει τον μπαμπά που πέθαινε, η μαμά δεν ξύπνησε.
Δεν ξύπνησε διότι δεν κοιμόταν δίπλα του.
Καθώς ο μπαμπάς έκανε εμετό (νομίζω) μέσα στο μπάνιο – ακούγονταν τα μπλιεχ και τα γκουχ- κρύφτηκα στο δωμάτιό μου και περίμενα την τιμωρία μου. Θυμήθηκα τη μαμά που έλεγε μια μέρα στον μπαμπά: «Όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, τα χειροτερεύεις!» Νομίζω ότι μοιάζω στον μπαμπά – ο καημένος – τα χειροτερεύω όλα!
Κάπου κάπου με τιμωρούσαν ακόμα κι όταν αγαπούσαν, οπότε ποιος ξέρει τι με περιμένει τώρα που δεν με αγαπάνε πια. Προσευχόμουν να μη γίνει τίποτα άσχημο κι ας μη μου αγόραζαν ποτέ το Playstation 3.
-Έβαλε τζιν αντί για νερό! Εσύ φταις που βάζεις το τζιν στο ψυγείο!
Αυτό άκουσα να λέει ο μπαμπάς στη μαμά – μα πού ήταν η μαμά; Κοιμήθηκε στον καναπέ; Γιατί; Ο καναπές δεν είναι άνετος όπως το κρεβάτι.
-Μερικοί γίνονται γονείς κατά τύχη!, συνέχισε ο μπαμπάς. Η φωνή της μαμάς δεν ακούστηκε. Μπορεί να έκανε χειρονομία ή να τον κλότσησε - πάντως δεν είπε τίποτα.
-Έχουμε τρελαθεί όλοι εδώ μέσα! είπε τελικά η μαμά.
Θα αυτοκτονήσω και τότε θα πουν στις ειδήσεις ότι ένα οκτάχρονο πήγε στον άλλο κόσμο, κουρασμένο από τη ζωή. Και η μαμά, ο μπαμπάς, η θεία Ελένη, ο θείος, ο Αλέξης θα κλαίνε με μαύρο δάκρυ μετανιώνοντας για τον τρόπο με τον οποίον μου φέρονταν όταν ήμουν ζωντανός. Παρ’ όλ’ αυτά, καθώς περνούσε η ώρα, αποφάσισα να αναβάλω την αυτοκτονία μου και να βγω να παίξω μπάλα στο παρκάκι. Αν είναι εκεί ο Αλέξης θα φερθώ σαν τζέντλεμαν, αν είναι εκεί η Χριστιάνα πάλι θα φερθώ σαν τζέντλεμαν. Ώσπου να αυτοκτονήσω θα είμαι τέλειος – για να πάω στον παράδεισο.

Ξύπνησα σ’ ένα λευκό δωμάτιο. Ενώ κοιμόμουν άκουσα μια συζήτηση της μαμάς, του μπαμπά κι ενός άλλου κυρίου. Η μαμά μου έκλαιγε. «Εμείς φταίμε για όλα...»
-Δεν πρόσεχε ενώ διέσχιζε τον δρόμο – θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε, απάντησε ήρεμα ο μπαμπάς.
-Μας έφτιαξε καφέ κι εσύ τον έδιωξες!, επέμενε η μαμά. -Μην κάνεις έτσι, βρε παιδί μου! Δεν τον έδιωξα! Απλώς πνίγηκα με το τζιν πρωί-πρωί! Ας ηρεμήσουμε επιτέλους! Έχουμε τρελαθεί όλοι!
Ο μπαμπάς μου εξήγησε ότι είχα ένα μικροατύχημα, όπως είπε: με έριξε κάτω ένα ποδήλατο κι ότι ο ποδηλάτης χτύπησε σοβαρότερα από μένα.
-Έχεις ξερό κεφάλι, είπε γελώντας ο μπαμπάς. Παρολίγο να σκοτώσεις τον ποδηλάτη!
Το είπε στ’ αστεία αλλά εγώ ένιωσα πάλι ένοχος. Τίποτα λοιπόν δεν κάνω σωστά; Πέφτω πάνω σε ποδήλατα και σκοτώνω ποδηλάτες;
Ωστόσο, όλη εκείνη την ημέρα και την επόμενη ο μπαμπάς και η μαμά ήταν μαζί μου όλο αγαπούλες. Μα για να σ’ αγαπάνε πρέπει σώνει και καλά να σε χτυπήσει ποδήλατο; Μήπως για να σ’ αγαπάνε ακόμα περισσότερο πρέπει να σε χτυπήσει φορτηγό;
Δεν έχω απάντηση. Να τι ξέρω: ο θείος Λίνος, η θεία Ελένη κι ο Αλέξης κατέβηκαν το βράδυ να με επισκεφτούν (οι άνθρωποι σε «επισκέπτονται» όταν σε χτυπάει ποδήλατο ακόμα κι όταν δεν έχεις σπάσει τίποτα) και μου έφεραν δύο σοκολάτες. Οπότε υποθέτω ότι μπορώ να τις φάω.
Επίσης, ο Αλέξης μού ζήτησε συγνώμη για τις μουντζούρες αν και υποπτεύομαι ότι η συγνώμη δεν ήταν δική του πρωτοβουλία (ο Αλέξης δεν ζητάει ποτέ συγνώμη).
Τρίτον, η μαμά μού έφερε το Playstation 3 πράγμα που με έκανε σχεδόν ευτυχισμένο. Ακόμα πιο ευτυχισμένο με έκανε το γεγονός ότι πήρε το μαξιλάρι και την κουβέρτα της από τον καναπέ και τα έβαλε στο μεγάλο κρεβάτι όπου κοιμάται όταν δεν τσακώνονται με τον μπαμπά...

 

Διαβάστε την ιστορία όπως γράφτηκε αρχικά 

 

bookbook.gr
κλείσιμο