Μια ιστορία πειρασμών, γράψε την ιστορία
Συμβαίνει κάτι τρελό και παράξενο, κάτι τρελοπαράξενο. Το λέω σ’ εσάς και περιμένω κάποια κατανόηση.
Ακούω φωνές!
Μου έχουν πει ότι όταν κάποιος ακούει φωνές μέσα στο μυαλό του τον πάνε στο γιατρό και ο γιατρός τού δίνει χάπια. Εγώ δεν ακούω φωνές μέσα στο μυαλό μου, τις ακούω έξω από το μυαλό μου: οι φωνές έρχονται από το ψυγείο, από τα πιάτα, από την ψωμιέρα, από τα ντουλάπια της κουζίνας. Όταν περνάω έξω από παγωτατζίδικο ακούω φωνές. Όταν περνάω έξω από τυροπιτάδικο ακούω φωνές. Όταν περνάω έξω από ζαχαροπλαστείο ακούω φωνές – σ’ αυτή την περίπτωση πρόκειται για εκκωφαντικές κραυγές!
Δεν ξέρω αν υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που ακούνε τέτοιες φωνές - φοβάμαι μήπως πάσχω από κάτι τρομερό.
Αποφάσισα να γράψω την ιστορία μου χθες, όταν ο μπαμπάς μού έβαλε στο πιάτο μια σαλάτα με καρότα, λάχανα και κάτι άλλες πρασινάδες.
Περίμενα ότι θα ακούσω μια φωνή, τη φωνή του καρότου, του λάχανου και της πρασινάδας – ότι θ’ ακούσω έστω έναν ψίθυρο- αλλά δεν άκουσα τίποτα. Κι ύστερα, όταν σηκώθηκα λυπημένη από το τραπέζι, πλησίασα άθελά μου τον καταψύκτη όπου ξέρω ότι υπάρχει παγωτό και τότε άκουσα πάλι τις φωνές...
(κάντε κλικ στο «συνεχίστε την ιστορία» και προσθέστε το κείμενό σας)
Μα τι είχα πάθει και ξαφνικά άρχισαν να μου μιλάνε τα γλειφιτζούρια στο περίπτερο και όλοι οι γλυκοί πειρασμοί. Προσπάθησα να θυμηθώ πότε πρωτοάρχισε αυτό το κακό με τις παράξενες φωνές. Χμ, πρέπει να ήταν την Τετάρτη το πρωί. Ξύπνησα και πήγα να πλύνω τα δόντια μου, όταν ξαφνικά άκουσα έναν μακρινό ψίθυρο που μου έλεγε: «μπλιαχ, πρωί πρωί οδοντόκρεμα, θα σου χαλάσει τη γεύση και δεν θα μπορείς να απολαμβάνεις τα γλυκά…». Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, φαντάστηκα ότι θα ήταν το ραδιόφωνο και καμιά καινούργια διαφήμιση. Στη συνέχεια πήγα στην κουζίνα για να φάω το πρωινό μου. Είχα αποφασίσει να αλλάξω διατροφικές συνήθειες, θα έτρωγα κάτι θρεπτικό και υγιεινό. Προσπέρασα, τα κρουασάν βουτύρου, το σοκολατένιο γάλα, τα μπισκότα και πήρα ένα μπολ με δημητριακά και έριξα κατσικίσιο γάλα. Όταν μπήκε μέσα η μαμά μου νόμιζε ότι της ετοίμασα το πρωινό της, ο καφές μόνο έλειπε. Όταν της είπα ότι ήταν το δικό μου πρωινό, δεν πίστευε στα μάτια της. Η μαμά έκανε το σταυρό της αλλά χάρηκε πολύ, μου είπε μπράβο, χαμογέλασε πλατιά και μου έδωσε κι ένα γλυκό φιλί. Το μόνο γλυκό που θα μου επέτρεπα στο εξής. Είχα αποφασίσει να κόψω τα γλυκά. Αυτό ήταν…μου ήρθε η επιφοίτηση, από τη στιγμή που πήρα την απόφαση να σταματήσω να τρώω όλα αυτά τα παχυντικά και γεμάτα ζάχαρη τέρατα, άρχισα να ακούω και τις φωνές παραπόνου και τα παρακάλια τους. Ώστε αυτό ήταν, μου είχαν κηρύξει τον πόλεμο. Αν ήθελαν πόλεμο, θα τον είχαν. Δεν θα το έβαζα στα πόδια και ούτε θα παραδιδόμουν εύκολα. Είχα δώσει όρκο…
Α, ναι, ξέχασα να σας πω… Το προηγούμενο απόγευμα είχα πάει στον οδοντίατρο. Μέχρι τότε δεν φοβόμουν την επίσκεψη ρουτίνας. Αλλά μετά το πρώτο μου σφράγισμα και τον πόνο που ένιωσα, η σχέση μου με τα δόντια μου αλλά και τα γλυκά άλλαξε για πάντα. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να ξαπλώσω ξανά στην πολυθρόνα του πόνου και να έρθω αντιμέτωπη με τα λέιζερ, τα τρυπάνια και όλα αυτά τα σύνεργα πόνου που δεν ξέρω πώς τα λένε και ούτε θέλω να μάθω. Στο εξής θα έπλενα πρωί-βράδυ τα δόντια μου και θα έκοβα τα γλυκά. Αλλά φαίνεται ότι αυτό το δεύτερο δεν ήταν τόσο εύκολο. Δεν είχαν περάσει παρά λίγες μέρες από την απόφασή μου και είχα αρχίσει να ακούω παντού φωνές. Έπρεπε να περάσω στην αντεπίθεση… αλλά πώς;
Μόνο που με το πέρασμα του χρόνου, σιγά-σιγά κι άλλα τρόφιμα αποκτούσαν φωνή. Σιγανή στην αρχή, που φαίνεται όμως πως δυνάμωνε μέρα με την ημέρα.
Σήμερα το πρωί για παράδειγμα, στο μπάνιο, άκουσα τις δύο οδοντόπαστες (του μπαμπά με γεύση μέντα και τη δική μου, με γεύση βατόμουρο) να συζητάνε χαμηλόφωνα. Στην αρχή ξαφνιάστηκα, αλλά το είχα πάρει πια απόφαση πως άρχισα να τρελαίνομαι και δεν έδωσα περισσότερη σημασία.
Καθώς έβγαλα το καπάκι όμως για να βάλω λίγη οδοντόπαστα στην οδοντόβουρτσα μου, τα πράγματα χειροτέρεψαν:
"Εεεε εσύ", άκουσα να λέει μια φωνή, ενώ συγχρόνως οι κόκκινες ρίγες της οδοντόπαστας κουνήθηκαν λίγο.
Φυσικά δεν τόλμησα να βάλω στο στόμα μου την οδοντόβουρτσα με την "ζωντανή" οδοντόπαστα, και μουρμούρισα σαν χαζός, "σε μένα μιλάτε;" κοιτώντας κλεφτά και στον καθρέφτη να δώ πόσο χαζός φαινόμουνα.
"Ναι εσύ..." συνέχισε, "το βρίσκεις σωστό κάθε πρωί και βράδυ να με βάζεις στο βρωμόστομα σου, να με τρίβεις στα κιτρινισμένα από τα γλυκά βρωμόδοντα σου και αφού με τρίψεις και με ξεζουμίσεις, να με φτύνεις και να φευγεις;"
Ξεροκατάπια...
πέταξα κάτω ότι κρατούσα στα χέρια μου και βγήκα τρέχοντας από το μπάνιο.
Διάβασα τον τίτλο του βιβλίου. "Τερηδόνα" έγραφε.
Εκεί που πίστευα πως είχα καταλάβει τι συμβαίνει και πως οι φωνές που άκουγα ήταν από κάθε είδους φαγώσιμο, ξαφνικά έμπαινε στο κόλπο και η τερηδόνα.
Είδα τις φωτογραφίες, φρικη αυτή η τερηδόνα. Τι μου έμελε να πάθω...
Ασυναίσθητα, έβαλα το χέρι μου στην τσέπη και έπιασα το γλειφιτζούρι που φύλαγα εκεί από το πρώτο διάλειμμα.
Η κατάσταση περιπλέχτηκε άσχημα: Μόλις ξετύλιξα τη ζελατίνα και ετοιμάστηκα να δώσω την πρώτη γερή γλυψιά, "επιτέλους με θυμήθηκες..." άκουσα πάλι τη φωνή, "όλη μέρα εδώ μόνη μου..."
Θεώρησα τα λόγια αυτά σαν προτροπή να συνεχίσω, και θα το έκανα, αλλά το μάτι μου έπεσε ξανά στις μαύρες τεριδονιασμένες φωτογραφίες.
Έπρεπε να διαλέξω... απόλαυση ή υγεία;
Σήμερα το απόγευμα μην αντέχοντας άλλο πήγα στο ζαχαροπλαστείο και έφαγα ένα ολόκληρο κέικ. Ήταν το καλύτερο κέικ που έχω φάει.
Όταν πήγα σπίτι τίποτα δε φώναζε πια. Ήταν όλα ήσυχα και ήρεμα. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν ένα απλό γλυκό.
Είμαι χαρούμενη γιατί τελικά δεν ήμουν τρελή, απλά ήθελα να φάω γλυκό.
Μάλλον οι φωνές ήταν άκουσμα της υπογλυκαιμίας .
ΤΕΛΟΣ
- Δεν τελείωσα ακόμα τη δουλειά μου! είπε ξανά.
Αμέσως έτρεξα στους γονείς μου για να τους το πω. Εκείνοι προτίμησαν να πάμε κατευθείαν στον οδοντίατρο. Εγώ όμως προσπάθησα να τους πείσω αλλά εκείνοι
δεν άλλαξαν γνώμη. Όταν φτάσαμε στο οδοντιατρείο ο οδοντίατρος μου είπε:
- Απ’ ότι φαίνεται θα χρειαστεί να κάνεις όχι μόνο ένα σφράγισμα αλλά πολλά.
Φαίνεται ότι δεν έκανες αυτά που σου είπα.
Για μια στιγμή ξέχασα το φόβο που είχα για τον οδοντίατρο και τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια:
- Ξέρετε εγώ τελευταία άκουγα πολλούς ψιθύρους όπου ερχόντουσαν από τα γλυκά και...
- Ψιθύρους ε; έκανε ο οδοντίατρος με περιέργεια.
Μετά από λίγο γύρισε προς τα εμάς και συνέχισε τη δουλειά του. Όταν βγήκαμε από
το οδοντιατρείο ρώτησα τη μαμά μου εάν ήξερε γιατί ο οδοντίατρος έδειξε τόση περιέργεια .
Εκείνη μου απάντησε ότι δεν ήξερε αλλά θα χρειαστεί να σταματήσω τα γλυκά
γιατί εάν συνεχίσω να τα τρώω τότε θα μου χαλάσουν τα δόντια. Όταν το
άκουσα αυτό τότε θυμήθηκα τους ψιθύρους απ’ όλα τα γλυκά και μου ‘ρθε να βάλω τα κλάματα. Δεν ήθελα να ξαναρχίσουν οι ψίθυροι.
- Ούτε εγώ θέλω! ακούστηκε ξανά μία φωνή.
- Μα ποια είσαι; ρώτησα εγώ.
- Εγώ είμαι η δόνα τερηδόνα. απάντησε εκείνη.
- Πώς ήρθες εδώ; ξαναρώτησα.
- Άσε εμένα και πες μου γι’ εσένα. Τι έχεις πάθει και φοβάσαι τη φωνή μου;
- Εσύ μιλάς, κι εγώ ακούω ψιθύρους;
- Ναι, εγώ.
- Ευχαριστώ! είπα γεμάτη χαρά.
Την επόμενη μέρα ο οδοντίατρος μου έφτιαξε τα δόντια και δεν ξανάκουσα ποτέ κανέναν ψίθυρο.
Τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από καραμέλες, οι δρόμοι από σοκολάτες ,τα μαγαζιά από ζάχαρη και τα φυτά από γλειφιτζούρια σε σχήμα φύλλων.
Εγώ συνέχιζα να τα παρατηρώ μέχρι που σκόνταψα πάνω σε ένα σκυλάκι.Αυτό με ρώτησε πως βρέθηκα στα μέρη τους και εγώ τρόμαξα όταν είδα ότι μηλούσε αλλά του είπα όλη μου την ιστορία.Εκείνος με κατάλαβε και με πήγε στο κέντρο της πόλης για να με συστήσει σε όλους τους γλικοπολίτες.
-Τι έχεις και φωνάζεις; Του λέω εγώ μην πιστεύοντας ότι μιλάω σε ένα λαχανικό.
-Με έχεις παραμελήσει.
¬-Αφού εγώ σε τρώω συνέχεια το τελευταίο διάστημα!
-Ναι αλλά όχι όσο θα έπρεπε.
Πήρα ένα πιρούνι και άρχισα να τρώω όλα τα λαχανικά που υπήρχαν πάω στον πάγκο. Μα τι μου συνέβαινε; Πήγα στο δωμάτιο μου και ξάπλώσα στο κρεβάτι μου….
Ήμουν πολύ χαρούμενη, αλλά μόλις άνοιξα το ψυγείο κάτι φοβερό συνέβη. Τα λαχανικά στέκονταν μπροστά μου με ένα μεγάλο στόμα και μιλούσανε. Μιλούσανε όμως με ένα τρόπο διαφορετικό. Σα να παρακαλούσανε. Φοβήθηκα μήπως πάθω τίποτα. Έκλεισα το ψυγείο και έτρεξα αμέσως στο δωμάτιό μου.
Στην αρχή αρνήθηκα να της απαντήσω γιατί φοβήθηκα ότι δεν θα με πιστέψει. Άσε που θα με κορόιδευε. Από την επιμονή της κατάλαβα ότι θέλει να μάθει τι έγινε και έτσι υπέκυψα και τόλμησα να της απαντήσω, παρόλο που ήταν δύσκολο για την ψυχολογία μου.
Αφού της εξήγησα έβγαλε ένα μικρό γέλιο από το στόμα της λες και το είχε πάρει από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Προσπάθησα να την ηρεμίσω, γιατί της ήρθε λίγο απότομα. Δεν κατάλαβα πως δεν το είχε μάθει εδώ και εβδομάδες ότι άκουγα φωνές!
Με κορόιδεψε αφάνταστα. Ξαφνικά, της κόπηκε το γέλιο και μου είπε να της φέρω λίγο νερό. Εγώ υπάκουσα και πήγα στην κουζίνα για να της φέρω το νερό. Έτσι όπως άνοιξα το ψυγείο, άκουσα το μεγάλο μπολ παγωτού να μου λέει δυστυχισμένο:
- ΦΑΕ ΜΕ ,ΦΑΕ ΜΕ , ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΝΤΕΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΛΟΥΣΙΑ ΓΕΜΙΣΗ ΠΡΑΛΙΝΑΣ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ, ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΑΣΠΡΗΣ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ, ΣΙΡΟΠΙ ΒΥΣΣΙΝΟ ΚΑΙ ΒΑΛΕ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΕΡΙΚΑ ΜΠΑΛΑΚΙΑ MALTISERS! OΛΑ ΑΥΤΑ ΣΟΥ ΔΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΛΑΧΤΑΡΙΣΤΗ ΕΝΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΓΕΥΣΗΣ ΜΟΥ….. XAΛAΣMENA OUΛA ΛA!
Πιο δίπλα τα λαχανικά και τα φρούτα με υπερασπίζονταν. Πήρα το μπουκάλι με το νερό και γρήγορα έκλεισα το ψυγείο και έκανα μια διαγραφή στο μυαλό μου για να μην θυμάμαι τίποτα από αυτή την σκηνή. Από αυτή την στιγμή κατάλαβα ότι τα γλυκά μου ξανακήρυξαν πόλεμο ενώ τα φρούτα και τα λαχανικά ήταν σύμμαχοί μου.
Άρχισαν να μου μιλάνε και τα λαχανικά όπως καρότα , μαρούλι, μπρόκολο και όλα τα υπόλοιπα .Από τη μια μεριά τα λαχανικά με αρχηγό το μπρόκολο κι απ’ την άλλη μεριά τα γλυκά με αρχηγό το παγωτό βανίλια . Αυτός ο πόλεμος μεταξύ γλυκών και λαχανικών είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορος.
Αναρωτιέμαι πως θα μας τα εξηγήσει όλα αυτά ο ψυχίατρος!