Ιστορίες από τη Δεντροχώρα, γράψε την ιστορία
Ο Λεόν και η Μαρία ζουν σ’ ένα χωριό της Δενδροχώρας ανάμεσα σε κόκκινα, κίτρινα, πράσινα και γαλάζια δένδρα. Μια μέρα ανακαλύπτουν ένα δένδρο που δεν μοιάζει με τα άλλα: τα κλαδιά του είναι χάρτινα και τα φρούτα μοιάζουν με σελίδες. «Σελιδόδεντρο!» λέει ο μπαμπάς που δίνει απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις – παρότι καμιά φορά οι απαντήσεις είναι λάθος.
Ο Λεόν και η Μαρία στέκονται κάτω από το δένδρο και το περιεργάζονται: δε μοιάζει με κανένα άλλο.
Ο Λεόν προσπαθεί να ανεβεί αλλά ο κορμός είναι τόσο λείος που κάνει το σκαρφάλωμα σχεδόν αδύνατο...
(κάντε κλικ στο «συνεχίστε την ιστορία» και προσθέστε το κείμενό σας)
-Κοίτα Μαρία, ο κορμός του δέντρου είναι από χαρτί. Θα ζωγραφίσουμε μια σκάλα και θα ανέβουμε ψηλά στα κλαδιά του. Το πρώτο σκαλί ξεκινάει χαμηλά, στη βάση του κορμού και η σκάλα αρχίζει να τυλίγεται γύρω γύρω μέχρι το πρώτο κλαδί. Κάθε σκαλί που ζωγραφίζουν είναι και ένα βήμα προς τα πάνω.
-Φτάνει. Δεν χρειαζόμαστε άλλα σκαλοπάτια, τώρα μπορούμε να πατάμε στα κλαδιά. Διάλεξε που θέλεις να κάτσεις για να σου σχεδιάσω μια αναπαυτική θέση. Εγώ θα ζωγραφίσω ένα μαλακό κόκκινο μαξιλάρι στη δικιά μου για να κάθομαι άνετα.
Τα δύο παιδιά βολεύονται στα κλαδιά τους και αρχίζουν το "ξεφύλλισμα" του δέντρου.
-Ειναι τόσο ωραία να μπαίνεις μέσα σ' ένα βιβλίο...
αλήθεια να μπορούσα ν' ανέβω,
να μπω μέσα να σε αγγίξω ολόκληρο,
να διαβάσω τα φρούτα σου,
δεν μου φτάνει να σε θαυμάζω από εδώ κάτω"
Και τότε πέρασε ένα αεράκι
κι είχε ένα άρωμα που δεν ήξερε,
όχι γλυκό
λίγο δροσερό
κι έτσι όπως έφευγε πήρε μαζί του
κι ένα πορτοκαλί φρούτο.
Δεν ήταν όμως τόσο δυνατό
κι έτσι το φρούτο ακούμπησε τη γη,
λίγο πιο κει.
"Μπροστά στα μάτια μου"
"Θ' ασχοληθώ άλλη μέρα με το πως θ' ανέβω
σήμερα κατέβηκε το δέντρο για μένα".
Το παπούτσι του Λεόν τώρα πια
σχεδόν ακουμπά στο πορτοκαλί φρούτο από σελίδες.
Μία κίνηση προς τα κάτω χρειάζεται.
Είναι όμως τόσο τέλειο κι από εκεί πάνω
που θα χρειαστεί λίγο χρόνο μέχρι το άγγιγμα
« Ρηνιώ! Ρηνούλα, έλα πίσω!» Τους άκουγε ξανά, τόσο καθαρά σαν να ‘ταν εκεί. Οι φωνές τους χαλούσαν τη γαλήνη της σκοτεινής ράχης. «Γύρνα Ρηνούλα, δε σε μαλώνει κανείς! Πού είσαι;» Η απόσταση που τους χώριζε μεγάλωνε. Μόνο ο ήχος απ’ τα πόδια της, που έπεφταν άτσαλα στο χορταριασμένο χώμα, στα τυφλά, σκοντάφτοντας εδώ κι εκεί, μονοπωλούσε τ’ αυτιά της – κι ο ήχος της ανάσας της, ακόμα, που βάραινε και παλλόταν μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Κρύφτηκε πίσω από ‘να γέρικο λιόφυτο – παλιό γνωστό της. Εκεί δεν είχε τίποτα να φοβηθεί – το ‘νιωθε σαν σπίτι της.
Αχ, το σπίτι, πόσο της είχε λείψει τότε… Παρακαλούσε να μην είχαν έρθει ποτέ κείνες οι διακοπές, κείνο τ’ απαίσιο καλοκαίρι.
Το αδύναμο φως απ’ τους φακούς χαμηλά, πέρ’ απ’ τη ράχη, έμοιαζε με χέρια τυφλής, αγριεμένης μάγισσας – κρύφτηκε πιο βαθιά στο σκοτάδι, σαν αγρίμι. Δε θα την έβρισκαν ποτέ. Κι ούτε θα γύριζε, όχι. Θα ‘βγαζε τη νύχτα εκεί πάνω, παρέα με τους γκιώνηδες και τους γρύλους. Θα τους τιμωρούσε με τύψεις εφιαλτικές, με φόβους που μόνο οι μεγάλοι είναι ικανοί να βάζουν με το νου τους.
Θα ‘θελε να μπορούσε, τώρα, από μια μεριά, να δει τα μούτρα εκείνου του βρωμόπαιδου, του Σάκη. Αλλά δεν έφταιγε μόνο αυτός - έφταιγε κι η θεία. Πιο πολύ, δαύτη - τον έχει χαλάσει εντελώς, με την αδυναμία που του ‘δειχνε. Να, που ‘χε πάρει πάλι το μέρος του, του ακριβού μοναχογιού της. Του κάκου η αδερφή του η Τασία αντιδρούσε μαρτυρώντας την αλήθεια. Η θεία Κική, αν κι απούσα απ’ τον καυγά, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος έλεγε αλήθεια και ποιος ψέματα. Αχ, και να μπορούσε να τους χαζέψει λίγο τώρα… Τόσο δα! Θα χαμογελούσαν ξανά τα σφιγμένα της χειλάκια – τώρα που ‘τρεχαν και δε φτάναν…
Τί θα ‘λεγαν τώρα στη μάνα της, ε; Θα ‘πρεπε να την παραδεχτούν, πια, την μια και μόνη αλήθεια κι ο Σάκης να βούταγε ένα γερό χέρι ξύλο όπως ακριβώς του άξιζε. Όμως… Αν η μαμά μάθαινε για όλ’ αυτά θ’ ανησυχούσε τόσο… Κι αν της ξέφευγε κάτι, μέσα στη σαστιμάρα της, στον μπαμπά; Α, όχι! Κείνος δεν έπρεπε να μάθει τίποτα απ’ αυτές τις ανοησίες! Έπρεπε πρώτα να γίνει καλά, να δυναμώσει η καρδιά του. Μέρα και νύχτα ήταν η μαμά στο πλάι του, κομματιασμένη απ’ τον ύπνο τον κακό, στις καρέκλες του νοσοκομείου. Και τώρα… Τώρα, ερχόταν κι εκείνη να προσθέσει ένα ακόμη πρόβλημα στα τόσα… Πώς τα ‘χε καταφέρει έτσι;
Η καρδιά της βάρυνε περισσότερο κι απ’ τα πόδια της, τα βουλιαγμένα ως τον αστράγαλο στο χώμα – κόντευε να σπάσει. Με τί κουράγιο να ‘παιρνε το δρόμο του γυρισμού; Σκέψεις, κλαδιά και αγριόχορτα, έμοιασαν να συνωμοτούν κατά της.
Και ξάφνου, έπαψε να σκέφτεται. Το παγωμένο νυχτερινό πούσι του νησιού την τύλιξε ολόκληρη. Ανάσανε βαθιά, σαν τα πνευμόνια της να γέμιζαν απ’ τον αέρα τον διάφανο, για πρώτη τους φορά. Ένοιωσε απότομα τόσο, μα τόσο δα, μικρή… σχεδόν ανύπαρκτη. Μόνο η καρδιά της χτυπιόταν, ακόμα, μες το στήθος σαν το θηρίο στο κλουβί. Οι φωνές πλησίαζαν ικετευτικές. Έστρεψε το βλέμμα προς το μέρος τους.
Ο Λεόν έστρεψε το δικό του, απορημένο βλέμμα, στα κλαδιά του σελιλόδεντρου.
"Πρέπει να βρούμε και άλλες σελίδες", απάντησε ο μπαμπάς και συνέχισε: "Άραγε όλο το δεντρο λέει την ίδια ιστορία;"
Ο Λεόν προσπάθησε για μια ακόμη φορά να σκαρφαλώσει στον κορμό, αλλά μάταια, και έτσι αρχισε να ταρακουνάει με δύναμη το δέντρο μήπως και πέσει καμιά ακόμη σελίδα.
Ο Μπαμπάς και η Μαρία πήγαν να βοηθήσουν, αλλά πάλι δεν γινόταν τίποτα.
"Πρεπει να φέρουμε τη σκάλα από το σπίτι" είπε ο Λεόν. " Ή να περιμένουμε μήπως πέσει κι άλλη σελίδα από μόνη της" συμπλήρωσε η Μαρία.
Κι έτσι έκαναν...
Κάθισαν οι τρεις τους κάτω από το δέντρο και περίμεναν καθώς σιγά σιγά έπεφτε ο ήλιος.
"Θυμάμαι", είπε ο μπαμπάς μετά από λίγο, "Το καλοκαίρι που φτιάχναμε κάστρα στην άμμο, στην παραλία, ώσπου να πέσει ο ήλιος, τότε που άρχιζε να δροσίζει λίγο"...
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και μια καινούργια σελίδα κατακίτρινη σαν φθινοπωρινό φύλλο έπεσε απαλά στο έδαφος, μπροστά στα πόδια μας. Η Μαρία πετάχτηκε να την πιάσει πρώτη και ξεκίνησε να διβάζει:
"Ο ήλιος έδυε και στο κάστρο υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Επρεπε να ανάψουν τις φωτιές για τη νύχτα. Είχαν υποχρέωση να τις ανάβουν για να προειδοποιούν τα καράβια να μην τσακιστούν στα κοφτερά βράχια της ακτής..."
"Είναι άλλη ιστορία" είπε με απογοήτευση η Μαρία, που δεν της πολυάρεσαν οι ιστορίες με τα κάστρα και τις φωτιές -εκτός και αν είχαν και πριγκίπισσες.
"Δεν πειράζει, συνέχισε" είπε ο Λεόν που αντίθετα μισούσε τις πριγκίπισσες και τα ροζ και τρελενόταν για περιπέτειες και μάχες...
Εσκυψε μελαγχολικος το κεφαλι του χωρις να καταφερνει να ακουει ουτε μια λεξη απο την ιστορια που αρχισαν να ανακαλυπτουν τα παιδια.
Ομως, η κατακιτρινη σελιδα στα ποδια του λαμπιριζε με τετοια δυναμη ,που γλυκανε το προσωπο του και παρολο που ηταν αδυναμος εσκυψε να μυρισει το αρωμα της περιπετειας που κρυβατοταν μεσα της διαβαζοντας.......
''Οι ιπποτες στεκονταν σαν τεραστιοι βραχοι περιμετρικα του καστρου.Οι φωτιες εξακολουθουσαν να λαμπουν ,ενω ο νεαρος Φρανκο εμεινε στο παραθυρο ανυπομονος μηπως η αποφαση του..........
Έτσι βέβαια ξεφορτώνεται πολλές σκοτούρες και συγκρούσεις, αλλά θα μένει μόνος χωρίς να μιλάει σε κανέναν.
Μόνο απ’ το παράθυρο μπορεί να κοιτά,
να κοιτά και να περιμένει.
Θα φανεί άραγε η Ρηνιώ; Σήμερα;
Έχει κι αυτή τόσα, εμένα θα κοιτάξει;
Κι αυτή; Που να είναι;”
σαν από ώρες
άρχισε να σκέφτεται πως η ακινησία μπορεί ν’ αλλάζει το χρόνο.
Μία σελίδα έμενε ακούνητη κι αυτή μαζί του
μέχρι που κιτρίνισαν τα χέρια του.
Δεν μπορούσε να κουνήσει προς πουθενά το κεφάλι του,
είχε μείνει έτσι
σταματημένος
μαζί με το φρούτο που δεν ήξερε που ν‘ αφήσει
και τι να το κάνει.
Το κίτρινο χρώμα ανέβηκε, πέρασε τους ώμους
κι έφτασε μέχρι πάνω απ’ το κεφάλι
αρχίζοντας μόνο του να φτιάχνει κι άλλα κλαδιά,
δικά του.
Είχε ξανακούσει;
ξαναδιαβάσει;
ξαναδεί όλα αυτά.
Κάτι θυμόταν τώρα. Κι αυτό το κορίτσι που ήταν κλεισμένο σ’ ένα κάστρο, ήταν γυναίκα τότε;
Περίμενε κι αυτή. Πίσω από ένα παράθυρο.
Ένα φύλλο, να ένα φύλλο γεννήθηκε μόλις στο έξω κλαδάκι του.
Στην αρχή το είδε, σίγουρα ήταν ροζ.
Κάτι πρέπει να ενώσει όλους αυτούς τους ανθρώπους...Πρέ πει να γίνουν ήρωες μιας και μοναδικής ιστορίας. Αν δεν σας είναι χρήσιμα αυτά, δεν πειράζει - συνεχίστε με τον τρόπο σας.
«Από όλα τα δέντρα της Δεντροχώρας, αυτό είναι το πιο φοβερό!» είπε ο Λεόν.
«Ναι αλλά και το Λεμονόδεντρο με τις πεντανόστιμες λέμον παϊ...» είπε ο μπαμπάς, «και το μαρμελαδόδεντρο »...
Σιγά σιγά μια σελίδα ωρίμαζε σε ένα κλαδί. Η μαρία την περίμενε από κάτω να πέσει...
«Είναι με συνταγές!» είπε μόλις η σελίδα προσγειώθηκε στα χέρια της.
«Πρέπει να ειδοποιήσουμε όλους στο χωριό γι' αυτό το καινούργιο δέντρο» είπε ο μπαμπάς, και ο Λεόν και η Μαρία συμφώνησαν και ξεκίνησαν να κατηφορίζουν το λόφο προς το χωριό.
Η Μαρία, καθώς έφευηαν, αγκάλιασε τον κορμό του δέντρου με τα ζωγραφισμένα σκαλοπάτια και του ψιθύρισε «Θα είσαι το αγαπημένο μου δέντρο!». Και το δέντρο της απάντησε αφήνοντας να πέσει μια σελίδα με ροζ φιλάκια και καρδούλες. Μάζεψε τη σελίδα, τη δίπλωσε και τη φύλαξε ενώ έτρεχε να προλάβει τον Λεόν και το μπαμπά της που είχαν είδη απομακρυνθεί.
Τα μάτια της έλαμπαν από χαρά καθώς τα χέρια της ξετύλιγαν τη σελίδα που το δέντρο της χάρισε! Θεέ μου αυτό το δέντρο είναι ζωντανό, έχει ψυχή, αισθήματα, μεγαλώνει με αγάπη, λαχταράει αγκαλιές... να σαν και τούτη που του χάρισε η Μαρία! Λοιπόν Λεόν... ξέρεις νομίζω ότι δεν πρέπει να βιαστούμε. Ίσως δε πρέπει να πούμε τίποτα στους χωριανούς για το δέντρο. Φοβάμαι μήπως κινδυνέψει. Σε παρακαλώ υποσχέσου μου ότι θα είναι το μυστικό μας.
-Εντάξει Μαρία πρέπει όμως να σιγουρέψεις τη σιωπή του πατέρα.
-Λεόν βοηθησέ με, για σένα θάναι ευκολότερο να του αλλάξεις γνώμη. Ξέρεις ότι από τότε που έφυγε η μάνα μας, εκείνος μόνο σε σένα εκμυστηρεύεται τις αγωνίες του.
-Μείνε ήσυχη. Να φτάσαμε. Νομίζω είναι ώρα για ύπνο.
Σου υπόσχομαι αύριο, με το πρώτο χάραμα να ξαναπάμε στο δάσος με τα βιβλιόδεντρα και που ξέρεις αν είναι έτσι όπως τα λες, θα βρούμε το δέντρο σου να μας περιμένει.
-Ναι Λεόν , έτσι θάναι. Κάτι μου λέει ότι έχει πολλά να μας πει. Τώρα η τύχη του είναι στα χέρια μας.
-Καλυνήχτα.
-Καλυνήχτα και σε σένα Μαρία και όνειρα γλυκά... γεμάτα με πολύχρωμα δέντρα, γεμάτα γνώσεις να χρωματίζουν τα ονειρά σου και την ζωή σου.!!!
Οι ώρες φάνταζαν ατέλειωτα μαρτυρικές. Αυτή η αυγή δε ήταν σαν τις άλλες! Σαν να μην έλεγε να ξημερώσει.
Κι η Μαρία, χωμένη στα παπλωματά της έκανε πρόβα τις ερωτήσεις που είχε για τον καινούργιο φίλο της.... Από πότε υπήρχε εκεί, εκείνη πως και δεν το είχε δει ποτέ της? Αυτόν τον δρόμο τον πέρναγε κάθε μέρα.... και ο δέντρο πόσο γρήγορα μεγάλωνε, και ποιος έγραφε όλες αυτές τις ιστορίες? Μήπως και άλλοι άνθρωποι το συνάντησαν πριν από αυτήν?
μήπως το πόνεσαν και θέλει να κρυφτεί γι αυτό δεν φαίνεται στους περαστικούς? Θεέ μου, θα τρελαθώ!!!! σκέφτηκε.
Ζω σ΄ένα όνειρο.
Και να που οι πρώτες ακτίνες τις αυγής άρχισαν να λούζουν με φως τα παραθυροφυλλά της.
Επιτέλους ξημέρωσε!!!!! Σαν σίφουνας πετάχτηκε από το κρεβάτι της, ντύθηκε και έτρεξε στο δωμάτιο του Λεόν.
-Λεόν!! ξύπνα, ο πατέρας έχει φύγει για το κτήμα, σήκω το υποσχέθηκες.
Ο Λεόν, ζαλισμένος από το άγριο ξύπνημα σηκώθηκε και με βαριά βηματα ετοιμάστηκε να εκπληρώσει την υποσχεσή του.
Το ζωντανό δάσος όπως εκείνος αποφάσησε να το φωνάζει ήταν μόλις 20λεπτά από το σπίτι τους.
Και να τώρα οι δυό τους ανάμεσα σε πολύχρωμα δέντρα, που σαν πέρναγαν από δίπλα τους έβγαζαν κάτι τσιρίδες, σαν απόηχους μιας φυλακισμένης ψυχής.
Σαν να λαχταρούσαν κι αυτά μια αγκαλιά ίδια με εκείνη που τόσο αυθόρμητα τη περασμένη μέρα η Μαρία χάρισε στο δέντρο της!
Τα πόδια της έμειναν ξάφνου ακίνητα. Η καρδιά της άρχισε να κτυπά τόσο δυνατά, που ένοιωθε όλη της την ύπαρξη
να δονείται με έναν τρελό ρυθμό!
Το δέντρο βρισκόταν μπροστά της. Μεγαλόπρεπο, ψηλό, θαρείς και τα κλαδιά του χάνονταν μέσα στο μπλε του ουρανού.
Πλησίασε,.. με βήματα αργά, το αγκάλιασε και ένα γοερό κλάμα άρχισε να δίνει τέμπο και ρυθμό στη μαγεία που χυνόταν ένα γύρο.
Το δέντρο, έσκυψε αργά και υποκλίθηκε στο μεγαλείο των ανθρώπινων συναισθημάτων.
Άπλωσε τα κλαδιά του και τα τύλιξε στοργικά γύρω από την μικρή μεσούλα της φίλης του.
Ο Λεόν έμεινε πίσω, φύλακας προστάτης της στιγμής...
Άλωστε, ήξερε ότι κάτι ιερό συνέβαινε τούτη την ώρα και ότι εκείνος έπρεπε μόνο σαν μάρτυρας να παρευρίσκεται.
Η Μαρία ήταν μπλεγμένη με τα στοργικά κλαδιά, χωρίς συνείδηση εμφανή, εξστασιασμένη από αυτή την χωρίς λόγια αγάπη που έδεινε και έπαιρνε σε ένα τρελλό πανηγύρι πούχε στήσει ο ΘΕΟΣ ΜΑΖΙ ΤΗΣ ...
Το δέντρο μόλις είχε αρχίσει να της μαρτυράει τη στιγμή που κάποιο ανθρώπινο χέρι έβαλε τον σπόρο σε χώμα γόνιμο
και τα πρώτα βλαστάρια άρχισαν να τεντώνουν για να ορθώσουν το αναστημά τους ανάμεσα στον μαγικό κόσμο των ανθρώπων!!!
«Μια φορά κι έναν καιρό, εδώ στο υπέροχο δάσος της Δεντροχώρας, όπου συναντάς κάθε λογής δέντρα και φυτά, ερχόταν συχνά ένα παιδί που ξεχώριζε από τα άλλα. Σε εκείνον δεν άρεσαν τα συνηθισμένα παιχνίδια και ούτε το έβλεπες να παίζει με τα άλλα τα παιδιά, αλλά προτιμούσε να παίρνει τα βιβλία του και να κάθεται στον ίσκιο των δέντρων και να διαβάζει με τις ώρες τις αγαπημένες του ιστορίες. Ιστορίες με πρίγκιπες και βασιλιάδες, με μάγια και κακές μάγισσες, με πλοία και πειρατές, με κάστρα και δράκους, με πολεμιστές και μαγικά λυχνάρια. Καθόταν από το πρωί και έφευγε με το ζόρι όταν άρχιζε πια να νυχτώνει και δεν μπορούσε δηλαδή πλέον να δει. Κι όταν γυρνούσε στο σπίτι του και έπεφτε για ύπνο, έβλεπε στα όνειρά του τις ιστορίες που είχε διαβάσει και γινόταν εκείνος πια πότε δυνατός βασιλιάς και πότε μαγεμένος βάτραχος που περίμενε υπομονετικά για να λυθούνε τα ξόρκια. Μια μέρα όπως όλες τις άλλες ξύπνησε νωρίς νωρίς και πήρε το δρόμο για τη Δεντροχώρα παίρνοντας μαζί του και τα πολυδιαβασμένα του παραμύθια. Εκεί όμως που διάβαζε και ήταν βαθιά χωμένος στις πολύχρωμες λέξεις και αφοσιωμένος στις πυκνογραμμένες σελίδες, δεν είχε προσέξει πως στον ουρανό είχαν μαζευτεί κατάμαυρα σύννεφα κι ετοιμαζόταν να βρέξει. Πριν προλάβει να κάνει κάτι, ένας απαίσιος αέρας άρχισε να φυσάει. Σκορπίστηκαν οι σελίδες του παντού, πάνε τα βιβλία του καταστράφηκαν, οι ιστορίες τους χαθήκαν. Ξαφνικά ένας δυνατός ανεμοστρόβιλος παρέσυρε στην τρελή του τροχιά όλες τις σχισμένες σελίδες, μια ξαφνική βροντή τάραξε το δάσος και ένας κεραυνός έπεσε στο χώμα κι άνοιξε μια βαθιά τρύπα. Γινόταν χαλασμός, ο μικρός το έβαλε στα πόδια και γύρισε μούσκεμα στο σπίτι. Αρρώστησε κι έμεινε για μέρες στο κρεβάτι του. Όταν επιτέλους έγινε καλά, δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα. Ο μπαμπάς του για να του φτιάξει το κέφι αποφάσισε να τον πάει μια βόλτα στο δάσος της Δεντροχώρας και του είπε να μη στεναχωριέται γιατί θα του αγόραζε καινούργια βιβλία. Ο μικρός τον ακολούθησε με μισή καρδιά, στο δάσος όμως τον περίμενε μια τρομερή έκπληξη. Εκεί που είχε χτυπήσει ο κεραυνός κι είχε ανοίξει μια τεράστια τρύπα, τώρα βρισκόταν ένα καινούργιο δέντρο που είχε κάτι το διαφορετικό… Και για να μη σας τα πολυλογώ όταν αυτό το δέντρο μεγάλωσε έγινε το περίφημο σελιλόδεντρο που έχετε τώρα μπροστά σας. Κι ο μικρός καθόταν από τότε στη σκιά του και διάβαζε πότε τα βιβλία του και πότε τους καρπούς που έπεφταν από τα κλαδιά μου…και ήταν οι σελίδες από τα αγαπημένα του παραμύθια».
Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν με την ιστορία που άκουσαν…και τους ήρθε μια υπέροχη ιδέα…να φτιάξουν το δικό τους σελιδόδεντρο ή ακόμα καλύτερα ένα δάσος από σελιδόδεντρα. Δεν ήξεραν όμως αν μπορούσαν να τα καταφέρουν. Αν έπρεπε να δοκιμάσουν μόνοι τους ή αν έπρεπε να ζητήσουν και τη βοήθεια άλλων.
Αν ήμασταν σε σχολική τάξη, θα έβαζα τις φωνές! Ευτυχώς για σας δεν είμαστε σε σχολική τάξη και γλιτώνετε.
Την άλλη εβδομάδα, θέλω να διαβάσετε καλά την ιστορία του Σελιδόδενδρου, να καταλάβετε τι "πρέπει" και τι "δεν πρέπει"
να κάνουμε όταν αφηγούμαστε μια ιστορία και να εφαρμόσετε τα συμπεράσματά σας στην τρίτη ιστορία.
Αλλιώς θα βιντεοσκοπήσω τον εαυτό μου να βάζει τις φωνές και θα αναρτήσω το βιντεάκι για να σας τρομάξω. Λοιπόν, περιμένετε.