τα παπούτσια αφηγούνται...
Η Λία θυμήθηκε το σαρανταδύο, που φορούσε αρβυλάκια με λάστιχο αυτοκινήτου για σόλα και χοντρές καφετιές κάλτσες με ρίγες… Είχε λιακάδα σαν και σήμερα. Καθότανε σ’ ένα προαύλιο του Πανεπιστημίου και λιαζότανε μ’ απλωμένα τα πόδια. Δίπλα της, δυο άλλα πόδια, με λουστρινένια προπολεμικά γοβάκια και κάτασπρες κάλτσες πλεγμένες με βελόνες. Ήτανε η Ματίλντε. Η Λία δεν μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα τα πρόσωπα. Η Ματίλντε είχε μαύρα μαλλιά και φιλντισένιο πρόσωπο. Λεπτομέρειες της ξεφεύγουν. Τα πόδια όμως, παράξενο, σα να τάχει μπροστά της. Θυμάται ακόμα και τη μελανιά, που είχε στάξει από το στυλό του Κρίτωνα στην κάτασπρη κάλτσα της Ματίλντε.
—Να τη βράσεις με τσουένι και θα φύγει το μελάνι, συμβούλεψε η Γιάννα, που καθότανε στη ράχη του πάγκου και τα παπούτσια της άγγιζαν σχεδόν τη φούστα της Λίας. Κάτι παιδικά, αγορίστικα παπούτσια με κορδόνια και χακί κάλτσες γκόλφ.
Απλωμένα στον ήλιο και τα πόδια της Μαρίας, με καλοκαιρινά πέδιλα και χοντρές κάλτσες. Ο Κρίτωνας καμάρωνε για τα καινούργια του άρβυλα από την οδό Πανδρόσου.
Ύστερα είχαν έρθει αθόρυβα, να σταθούν πλάι στα δικά της, δυο πόδια με λαστιχένια παπούτσια του μπάσκετ και μάλλινες κάλτσες από αδρύ μαλλί. Οι κοπέλες τσίριξαν χαρούμενα.
—Γεια σου Γρηγόρη!
Ο Γρηγόρης άπλωσε τα μακριά του χέρια, σα να ’θελε να τις αγκαλιάσει όλες μαζί.
Άλκη Ζέη, Αρβυλάκια και γόβες, Κέδρος.
…Στα θεόψηλα καλαμένια πόδια της φορούσε μακριές κάλτσες, τη μια καφέ και την άλλη μαύρη. Κι είχε ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια, ακριβώς διπλάσια απ’ το νούμερό της. Τα ’χε αγοράσει ο πατέρας της στη Νότια Αμερική, για να μην τη στενεύουν καθώς το πόδι της θα μεγάλωνε, κι η Πίπη δε θέλησε ποτέ να τ’ αποχωριστεί.
—Δωσ’ μου γρήγορα τις μπότες μου των εφτά λευγών να πάω να τα τσακώσω.
Και ξεκίνησε. Αφού έτρεξε από δω κι από κει, πήρε στο τέλος το δρόμο που είχαν πάρει τα καημένα τα παιδάκια, που λίγο ήθελαν ακόμα για να φτάσουνε σπίτι τους. Είδαν το δράκο που πηδούσε από βουνό σε βουνό και περνούσε τα ποτάμια με την ίδια ευκολία που θα περνούσε το μικρότερο ρυάκι. Ο Δαχτυλάκης, που είδε εκεί κοντά μια σπηλιά σ’ ένα βράχο, έκρυψε τ’ αδέρφια του και χώθηκε κι αυτός μέσα, έχοντας πάντα στο νου του τι θ’ απόκανε ο Δράκος. Ο Δράκος, που ήταν κατάκοπος από τον πολύ δρόμο που είχε κάμει άδικα (γιατί οι μπότες των εφτά λευγών κουράζουνε πολύ αυτόν που τις φοράει), θέλησε να ξεκουραστεί και, κατά τύχη, πήγε και κάθισε πάνω στο βράχο όπου ήταν κρυμμένα τ’ αγοράκια.
Καρτερεί το βράδυ η βασιλοπούλα να πάει ο κυρ Σιμιγδαλένιος, καρτερεί… τίποτα! Ρωτάει τον ένα, ρωτάει τον άλλον, μαθαίνει πως τον άρπαξε μια βασίλισσα κι έφυγε.
Τι να γίνει, τι να κάνει;
Πάει και φτιάνει τρία ζευγάρια σιδερένια παπούτσι και παίρνει δρόμο όπου τον βρει.
Μονοσάνδαλοι, γυάλινα γοβάκια, μαγικές μπότες, σιδερένια παπούτσια…
«Τι χορό να κάνω ’γω που παπούτσια δεν φορώ», «παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο», «του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι»…
Σε παλιότερες όχι και πολύ μακρινές εποχές τα παιδιά φορούσαν το Πάσχα τα καινούρια τους παπούτσια και τις Κυριακές τα καλά τους. Μικροί ακούγαμε ιστορίες για παιδιά που περπατούσαν μεγάλες αποστάσεις ξυπόλητα για να πάνε σχολείο με τα παπούτσια στο χέρι για να μην τα χαλάσουν και τα φορούσαν όταν έφταναν.
Θυμάμαι ακόμη τις καλοκαιρινές μαύρες πατούσες των ψαράδων εκεί που παραθέριζα: περπάταγαν πάντα ξυπόλητοι προς μεγάλη μου κατάπληξη.
Τα παπούτσια μας αφηγούνται τις ιστορίες μας.
Υλικό που συγκροτήθηκε από την Πόπη Κύρδη, Υπεύθυνη Πολιτιστικών Θεμάτων Α' Διεύθυνσης Π.Ε.Αθήνας, για τη στήριξη προγραμμάτων σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα
βιβλία για τα παπούτσια |
δείτε ακόμη: Τα παπούτσια αφηγούνται... (δραστηριότητα για παιδιά)