Παίξε μπάλα!
...Τέσσερα παιδιά έπαιζαν το παιχνίδι «κεφαλιές» με ένα τόπι. Είχαν δυο τέρματα με δυο πέτρες το καθένα, αντί για δοκάρια, και κάθονταν ζευγάρια σε κάθε τέρμα, χτυπώντας το τόπι με το κεφάλι, αποκρούοντας πάλι με το κεφάλι, τα χέρια απαγορεύονταν, αν ακουμπούσε το τόπι σε χέρι ήταν πέναλτυ.
Έπαιζαν στο δρόμο, μπροστά από τη Μητρόπολη, εκεί που τελείωναν τα σκαλιά της. Λίγο πιο κάτω είχε το σπίτι του ο παπα-Γιώργης, παιδιά του ήταν τα δυο από τ΄αγόρια που έπαιζαν, ανιψιός του το τρίτο, της αδερφής του παιδί. Ο άλλος, ένα γειτονόπουλο που κάθε μέρα ήταν με τα παπαδόπουλα, φίλος και συμμαθητής του μικρού.
Έπαιζαν με μανία και με φωνές δυνατές. Καμιά φορά, κάποιος έκανε πως δεν θυμάται πόσα-πόσα ήταν, άρχιζαν τους τσακωμούς, σταματούσε το παιχνίδι στη μέση. Άλλοτε κάποιος δεν παραδεχόταν ένα γκολ ή ένα πέναλτυ, κάποιος κατά λάθος-εξεπίτηδες κλοτσούσε την πέτρα-δοκάρι μικραίνοντας το τέρμα του∙ έβλεπες, καμιά φορά, τα δυο δοκάρια να κοντεύουν να κολλήσουν μεταξύ τους, συνηθισμένες ζαβολιές. Άρχιζαν ξανά τα μετρήματα, τόσα πόδια το δικό μας, τόσα το δικό σας, εκεί το σημάδι για τα «μπενάτια». Άκουγες ασταμάτητα κραυγές κι αλαλαγμούς: «Γκόοολ!», «ψηλό», «έξω». «μπέναλτυ».
Κόντευε μεσημέρι. Τα κούτελα των παιδιών είχαν μαυρίσει από τα χώματα, τα πόδια είχαν γδαρθεί από τα πλονζόν. Τα πουκάμισα κρέμονταν έξω από τα παντελόνια, η μάχη προχωρούσε με αμείωτη ένταση, ένας παίχτης είχε αρχίσει να κάνει, παράλληλα, αναμετάδοση του αγώνα. «Αγαπητοί μου ακροατές» και κόντρα «αγαπητοί μου ακροατές» μεροληπτούσε απροκάλυπτα υπέρ της ομάδας του.
Ιούνιος μήνας, μόλις είχαν τελειώσει τα σχολεία.
...Τότε η Έλενα η χορεύτρια
σκύβει στη μεριά του Τάσου
και με μάτια κλειστά τραγουδούν αγκαλιά
Εθνική Ελλάδος γειά σου!
Αυτή την εβδομάδα ας συναντηθούμε στα αυτοσχέδια γήπεδα των παιδιών κι ας φωνάξουμε «Γκόοολ!»
βιβλία για το ποδόσφαιρο |