26 Μαΐου 2006 Αναχώρηση από τον σταθμό προς Θεσσαλονίκη. Είμαι ψηλά αλλά τώρα χαμηλώνω. Τώρα το τρένο τραντάζεται και τρέχει. Τώρα μου φαίνεται ότι βγαίνουμε από την πόλη. Είδα ένα παιδί και ένα αυτοκίνητο. Τώρα ανεβοκατεβαίνουμε. Είδα κάτι που μου θύμισε δεξαμενή. Είδα ένα μεγάλο βρώμικο κουτί και κάτι άσπρα πράγματα. Τώρα τρέχουμε πραγματικά. Τώρα λιβάδια και βουνά και δάση. Και χωραφάκια.
Από το ημερολόγιο του σπουδαίου Φι (6,5 ετών)
|
15 Νοεμβρίου 1910, ώρα δέκα Δε θ' αφεθώ να κουραστώ. Θα πηδήξω μέσα στη νουβέλα μου, ακόμα κι αν μου κόψει το πρόσωπο κομμάτια.
Φραντς Κάφκα, Τα ημερολόγια 1910-1913, Εξάντας
|
Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 1492 ...Φυσούσε βόρειος άνεμος και το νησάκι που λέω ήταν, από ανατολικά προς τα δυτικά, στην κατεύθυνση της Φερναντίνας, απ’ όπου είχα ξεκινήσει... Η ακτή αυτής της πλευράς και το μέρος του νησιού που είδα είναι σχεδόν ολόκληρη μια παραλία και το νησί το πιο όμορφο απ’ όσα έχω δει^ αν τα άλλα τα είπα ωραία, ετούτο είναι ακόμα περισσότερο... Όταν έφτασα στο ακρωτήρι, ήρθε από τη στεριά, από κάποια λουλούδια ή δέντρα, ένα άρωμα τόσο ωραίο και απαλό, που ήταν το πιο γλυκό πράγμα του κόσμου...
Θέλω να δω και να εξερευνήσω όσο περισσότερα μέρη μπορέσω, για να επιστρέψω στις υψηλότητες Σας τον Απρίλη, αν είναι θέλημα Θεού. Βέβαια, αν βρω μέρη με μεγάλες ποσότητες χρυσάφι ή μπαχαρικά, θα σταματήσω ώσπου να πάρω όσα μπορέσω...
Χριστόφορος Κολόμβος, Ημερολόγιο πλοίου, 1492-1493, Αίολος
|
Ημέρα ενάτη, 13 Απριλίου 1889 Μετά τριών ωρών οδοιπορίαν εφθάσαμεν εις εν μικρόν χωρίον εις το οποίον εβασίλευεν παντελής ερημία, εις τα προηγούμενα υπήρχον πού και πού ολίγες όρνιθες αλλ’ εις αυτό ούτε όρνιθες υπήρχον, ούτε χοίροι. Μία εκ των οικιών του χωρίου είχεν ένα φράκτην, ως είδος κήπου, εισήλθαμεν μετά του συντρόφου μου και εξερριζώσαμεν κάμποσα σκόρδα, να καταπραϋνωμεν ολίγον την πείναν μας...
Σάββας Τσερκεζής, Ημερολόγιον του βίου μου, Εκδόσεις Λαϊκής Τράπεζας, Λευκωσία
|
Κυριακή 13 Οκτώβρη 1940 Βάρκιζα «θάλασσα μολυβιά» εποχή που τραβούν τα καΐκια στην άμμο.
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ’ 16 Απρίλη 1934-14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος
|
Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 1943 Συννεφιά. Έφαγα μπιζέλια νερόβραστα. Σήμερα το απόγευμα πήραμε τον κούρκο. Πήγα εγώ και ο πατήρ. Είναι μικρός. Τα ξημερώματα έγιναν δύο συναγερμοί[,] έπεσαν αρκετά αντιαεροπορικά.
Γιώργος Ιωάννου, Το κατοχικό ημερολόγιο, Εστία
|
2.9.71 Την περασμένη βδομάδα έσπασαν, για δεύτερη φορά, τα γυαλιά μου. Τα κολλούσα αλλά δεν βαστιόνταν, έπεφταν κι από τη μύτη μου. Παράγγειλα καινούργια, τα πήρα σήμερα. Μου κακοφάνηκε. Είχα λογαριάσει πως θα “βγάλω” τη φυλακή μου δίχως ν’ αλλάξω γυαλιά. Και τώρα βλέπω πως πέρασε κι άλλος καιρός.
Βάζεις κάθε τόσο τέτοια “τέρματα”, “ώσπου να βγω δεν θ’ αγοράσω άλλο μαγιό”, ή σαγιονάρες. Ή λες “τούτο είναι το τελευταίο σαπούνι ξυρίσματος” (...) ή “ίσως να μη χρειαστεί να ξανακουρευτώ”... Και κάποια στιγμή το ρούχο λιώνει, το σαπούνι τελειώνει κι εσύ είσαι πάντα μέσα...
Παύλος Α. Ζάννας, Ημερολόγιο φυλακής (1969-1972), Ερμής
|
Σάββατο, 18 Ακόμη βρέχει. Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Κι αιωνίως θα κυκλοφορώ με μιαν ομπρέλα ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.
Οδυσσέας Ελύτης, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, Ίκαρος.
|
Σάββατο 20 Ιουνίου 1942 Είναι πολύ περίεργη αίσθηση για κάποιον σαν εμένα να γράφει ημερολόγιο. Όχι μόνο δεν έγραψα ποτέ τίποτα, αλλά μου φαίνεται και ότι αργότερα ούτε εγώ αλλά ούτε και κανένας άλλος δεν θα ενδιαφέρεται για τις εκμυστηρεύσεις μιας δεκατριάχρονης μαθήτριας. Αλλά για να πούμε την αλήθεια, αυτό δεν έχει σημασία. Έχω διάθεση να γράψη κι ακόμα περισσότερο να πω, στ’ αλήθεια και μια για πάντα, αυτά που νοιώθω για ένα σωρό πράγματα. Το χαρτί έχει μεγαλύτερη υπομονή από τους ανθρώπους. Αυτό το απόφθεγμα μου ήρθε στο νου μια από κείνες τις μέρες ελαφριάς μελαγχολίας, που βαριεστημένη, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια μου, αναρωτιόμουν αν έπρεπε να βγω ή να μείνω στο σπίτι και που τελικά απλώς καθόμουν και τρωγόμουν.
Από το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, Πατάκης
|
30 Μαΐου Οτιδήποτε και αν πρόκειται να συμβεί, θα μου μείνουν οι μπογιές μου και τα πινέλα μου, θα μου μείνει η τέχνη μου. Έστω κα χωρίς Εκείνην και χωρίς κανέναν, ακόμα και χωρίς την ίδια την Πατρίδα μου, θα μου μείνει η τέχνη μου, θα ζήσω για την τέχνη μου.
Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής, Εστία
|