Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΠΟΥΖΙΩΝ
Πράσινο το μοναστήρι, κόκκινες καμάρες, μαύροι καλόγεροι, τι είναι;
Βασιλιάς του καλοκαιριού ο θείος μήνας Αύγουστος, και των φρούτων του οι βασιλιάδες, το σύκο και το λαχταριστό καρπούζι. Και βασιλιάς των καρπουζιών, όταν ήμουν πεντέμιση πίστευα πως ήμουν εγώ. Ο λόγος; Τα καρπούζια που γέμισαν το σπίτι μας εκείνο το καλοκαίρι και που βάρυναν τις τσέπες του αδερφού μου και τις δικές μου με πενταροδεκάρες, δίφραγκα και τάλιρα.
Τέτοιο καρπουζομάνι δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια μου. Κι ήταν ολοδικά μας, απ’ το δικό μας το μποστάνι, κοντά στο ξωκκλήσι της Αγιά-Φωτίδας, στα πίδια της θεόρατης συκιάς που είχε φυτέψει ο παππούς ο Χρήστος, όταν γεννήθηκε η μάνα μου.
Σαν να ξεφύτρωσε από άλλο κόσμο το πρώτο εκείνο και μοναδικό μποστάνι μας, απ΄τη χώρα των παραμυθιών, με φύλακες δυο σκιάχτρα παραγεμισμένα άχυρο, κι ένα μικρούλι σκιάχτρο που το ’χα φτιάξει εγώ και το βάφτισα Σωτήρη, για να «σωτηρίζει» -έλεγα- τα μωρά καρπούζια, να τα σώζει από τις αθεόφοβες κουρούνες.
Γεννοβολούσε ασταμάτητα καρπούζια το μποστάνι μας, λες κι ένας μάγος κατάλαβε πως ήμασταν πολύ θλιμμένοι εκείνο το καλοκαίρι, γιατί ήταν άρρωστη η μάνα μας, και βάλθηκε με μαγικά τεχνάσματα να μας δώσει χαρά. Δεν προλαβαίναμε ο αδερφός μου κι εγώ να κόβουμε καρπούζια, να τα κουβαλάμε με τσουβάλια κάτω στη Μύρινα.
Εκεί, στο σπίτι μας, στήσαμε οι δυο μας την πρώτη και μοναδική επιχείρηση στην ιστορία της οικογένειάς μας. Καθώς έλειπαν οι γονείς μας στην Αθήνα για την αρρώστια της μάνας, που ευτυχώς έγινε γρήγορα καλά, η ευθύνη για το μποστάνι είχε πέσει ολόκληρη στον αδελφό μου.
Πατημένα δέκα εκείνος. Και δυνατός ήταν και δραστήριος ο μεγάλος μου αδελφός, ομορφόπαιδο, λέγαν, καθότι πρασινομάτης, κι άκουγα να λένε πως ήταν και ξεφτέρι στο σχολείο, μόνο που παραήταν ντροπαλός, αφού ούτε για τα κάλαντα δεν έβγαινε τις γιορτές.
Έτσι έβγαινα εγώ ντελάλης τ’ απογεύματα στη γειτονιά, ο πενταμισάρης, και διαλαλούσα τα καρπούζια μας, κι όταν σιγά σιγά άρχισε ο κόσμος να με παίρνει στα σοβαρά και να γεμίζει πελάτες το σπίτι μας, εγώ ήμουν πάλι που ανακοίνωνα πόσο πάει το κιλό. Ο αδελφός μου ζύγιζε στη ζυγαριά, έκανε αμίλητος λογαριασμούς, μου ψιθύριζε στ’ αφτί το ποσόν, σαν να ήταν κανένα μυστικό, κι εγώ, ηχώ του, το επαναλάμβανα δυνατά, έπαιρνα τα λεφτά κι εκείνος έδινε τα ρέστα.
Ήξερα από τα παραμύθια πως βασιλιάς γινότανε συνήθως όποιος είχε τα περισσότερα λεφτά, ο πιο πλουσιος δηλαδή. Ε, λοιπόν, ναι, εκείνο το καλοκαίρι πίστευα πως άνθρωποι πλουσιότεροι απ’ τον αδελφό μου κι εμένα σίγουρα δεν υπήρχαν σ’ ολόκληρη τη γη. Κι επειδή ο αδελφός μου ούτε που του περνούσε απ’ το μυαλό να γίνει βασιλιάς των καρπουζιών, ούτε τον ένοιαζαν και πολύ τα παραμύθια, ο τίτλος του βασιλιά πέρασε σε μένα.
Μ’ όλο όμως που εγώ ήμουν ο βασιλιάς, εκείνος εξακολουθούσε να διατάζει σε όλα. Σαν μεγαλύτερος είχε το πάνω χέρι, που το ’νοιωθα βαρύ, όποτε αποφάσιζε να «συναιτίσει» εμένα τον ατίθασο, το μικρό, το «γύφτο».
Και με συμβούλευε με καρπαζιές –τόσο στον ήχο τους συγγενικές με καρπουζιές- να πάψω το βράδυ να καταβροχθίζω καρπούζια γιατί θα έβρεχα πάλι το στρώμα, και τότε αλίμονό μου. Μα εγώ, πού μυαλό;... ασυγκράτητος. Μόνιμα πρησμένη η κοιλιά μου, δεύτερος Ποκοπίκο, το ίδιο και εκείνος βέβαια, μόνο που εκείνος σαν μεγαλύτερος, δεν πάθαινε το πάθημά μου.
Εξάλλου, αν δεν τρώγαμε εμείς καρπούζια, κουφώνοντάς τα προσεχτικά με το κουτάλι, πώς θα ’χαμε να φτιάχνουμε το βράδυ φαναράκια, να τα κρεμάμε στα κλαδιά της μυγδαλιάς έξω απ’ την πόρτα μας; Καρπουζοκέφαλα, με τρύπες για μάτια, μύτη, στόμα κι ένα κερί μπηγμένο στο εσωτερικό τους, να φέγγουν, στα σκοτάδια σαν φωτεινές επιγραφές της επιχείρησής μας. Φανάρι το φανάρι ήρθε και φορτώθηκε η μυγδαλιά μας με καρπούζια, φεγγοβολούσε αυγουστιάτικα, γιγάντιο, λες, χριστουγεννιάτικο δέντρο!
Φανάρια μοιράζαμε και στα φιλαράκια μας, τους κολλητούς, και βγαίναμε όλοι μαζί τη νύχτα στο γιαλό, παραμυθένιο πυροφάνι, ψάχνοντας για ζαλισμένα χταπόδια στα ρηχά.
Κι εγώ που είχα πρωτομάθει τότε, από τον θείο Παναγιώτη δυο αινίγματα για τα καρπούζια, ρώταγα συνέχεια, σαν βασιλιάς των καρπουζιών που ήμουν: Πράσινο το μοναστήρι, κόκκινες καμάρες, μαύροι καλόγεροι, τι είναι; Ρώταγα όποιον έβρισκα μπροστά μου. Μια ολοπράσινη κεφάλα, που ’χει μέσα, αντί μυαλό, σάρκα κόκκινη και σπόρους και γλυκό νερό. Τι είναι; Και με στεναχωρούσε που όλοι είχαν την απάντηση έτοιμη στα χείλη τους, που τα καρπούζια μου δεν κρύβονταν καλά μες στα αινίγματα του θείου Παναγιώτη.
Από τις εισπράξεις της ημέρας έμπαιναν απαραίτητα οι μισές στην άκρη, σε μια παλιά τσίγκινη καφετιέρα, χιλιοχτυπημένη. Θα δίναμε όλο καμάρι στους γονείς μας τα λεφτά, άμα επέστρεφαν με το καλό από την Αθήνα: «Το μποστάνι..., απ’ τα καρπούζια μας..., να, ορίστε!». Τα υπόλοιπα λεφτά πήγαιναν στην απόλαυση, χωρίς τσιγκουνιές. Κάθε βράδυ –πού μας έχανες, πού μας έβρισκες;- στο ζαχαροπλαστείο του Πλαφαδέλλη στο λιμάνι, σε δικό μας, παρακαλώ, τραπεζάκι, σωστοί κύριοι, σινιαρισμένοι, καθαροί. Χορτάσαμε κανταΐφι εκείνο το καλοκαίρι, «υποβρύχιο», μπαμπάδες, παγωτό μαστίχα. Και γκαζόζες χορτάσαμε και σοκολάτες ΙΟΝ, που τις έπαιρνε ο αδελφός μου δέκα δέκα για τα χαρτάκια τους με ήρωες του ’21 που τα μάζευε μανιωδώς.
Πήγαμε δυο φορές και στο «Σινέ Κύμα», στο Ρωμέικο Γιαλό, με τα λεφτά απ’ τα καρπούζια μας. Δηλαδή μόνο ο αδελφός μου πλήρωσε εισιτήριο, «ο μικρός τζάμπα», είπε ο ταμίας. Τη μια βραδιά είδαμε, θυμάμαι, Το παιδί και το δελφίνι, την άλλη ένα έργο ρώσικο, Το πέτρινο λουλούδι, που ήταν σαν παραμύθι και γι’ αυτό μου άρεσε πιο πολύ. Μεταφραστής κι εξηγητής ο αδελφός μου. Οι γύρω μας «σςςς» και «σςςς», κόντεψαν να μας πετάξουν έξω.
Το προηγούμενο καλοκαίρι ο θείος Παναγιώτης μου είχε ανοίξει διάπλατα την πόρτα στα παραμύθια των καρπουζιών: Για να φυλάξουμε τη νύχτα το μποστάνι με είχε πάρει μαζί του ο θείος Παναγιώτης. Μέγάλη χάρη, Μοσχοβολούσε ο τόπος καλοκαιρινές μυρωδιές, βότανα και θερισμένο στάχυ. Γρύλοι, πυγολαμπίδες. Κι εκεί που με έπαιρνε γλυκά ο ύπνος, μέσα στη φεγγαρόλουστη ησυχία, άρχισε η συμφωνία των καρπουζιών. Κρακ, κραακ, κρακ κρακ, κραακ,κρακ... απ΄όλες τις γωνιές του μποστανιού. «Είναι τα καρπούζια που μεγαλώνουν, μη φοβάσαι», έσπευσε να με καθησυχάσει ο θείος, που κατάλαβε τη σαστιμάρα μου. Μ’ έκλεισε στην αγκαλιά του, πήρε το χέρι μου και σκύβοντας το ακούμπησε με προσοχή πάνω σ’ ένα καρπούζι, γιατί δεν κάνει, μου είπε σιγανά, ν’ αγγίζονται στο φούσκωμά τους, μαραζιάζουν. Δεύτερο ξάφνιασμα. Το καρπούζι ανάσαινε, είχε ψυχή, παλλόταν το καρπούζι. Κρακι, κραακ, κρακ κρακ. Απίστευτο! Μου ’χε κολλήσει στο μυαλό πως τα καρπούζια μιλούν και τραγουδάνε σαν εμάς, σαν τα πουλιά και τα τζιτζίκια. ΄Ομως μπορεί –γατί όχι;- και να κρυβόταν κάποιος μέσα στο καρπούζι, να βρήκε καταφύγιο εκεί, να ήταν φυλακισμένος ίσως, μαγεμένος από κακιά μάγισσα. Γι’ αυτό, εκείνο τον καιρό, κάθε που έβλεπα να μπήγουν το μαχαίρι σε καρπούζι, κρατούσα την ανάσα μου, φοβισμένος μη κι ακουστεί κανένα «ωχ».
Με βαθυπράσινη φλούδα, σχεδόν κυπαρισσιά, θυμάμαι τα καρπούζια του μποστανιού μας. Κι ήταν μικρά τα πιο πολλά, σαν μπάλλες, μεγάλοι σπόροι, μαύροι κατράμι, σάρκα κόκκινο της φωτιάς, και μέλι, πετιμέζι. Αυτά ήταν τα παραμυθένια μου καρπούζια, που, όταν τα ρίχναμε στο πηγάδι μας με τον κουβά να κρυώσουν, έσκυβα πάνω απ’ το πηγάδι και φώναζα απειλητικά στα πνεύματα που κατοικούσαν μέσα στο σκοτεινό νερό: «Μ’ ακούτε; Ειιιιι...Κανείς μη τ’ ακουμπήσει!»
Και τώρα που έχω μεγαλώσει πια όλο και πιο πολύ πιστεύω πως, αν έκανε ο Θεός τα καρπούζια στρογγυλά, είναι για να κυλούν στα παραμύθια, απ’ το δικό μου το μυαλό εως τα πέρατα της οικουμένης.