Νικηφόρου Βρεττάκου, Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τα παιδιά του Νηπιαγωγείου
Μια φορά κι έναν καιρό... Έτσι αρχίζουν τα παραμύθια. Υπάρχουν όμως και κάποιες αληθινές ιστορίες που σου έρχεται να τις ξεκινήσεις ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, γιατί μοιάζουν με παραμύθι. Με παραμύθι μοιάζει η ζωή ενός ποιητή που γεννήθηκε ακριβώς πριν από εκατό χρόνια σε μια κωμόπολη, τις Κροκεές. Αν ψάξεις λίγο στον χάρτη, θα βρεις τις Κροκεές κοντά στη Σπάρτη, στον νομό Λακωνίας.
Λίγες ημέρες, μετά τη γέννησή του, οι γονείς του έφεραν τον μικρό Νικηφόρο στο σπίτι τους που ήταν στην Πλούμιτσα. Η Πλούμιτσα δεν ήταν χωριό. Ήταν ένας λόφος και είχε στην κορυφή του δύο σπίτια, το σπίτι του Νικηφόρου και το σπίτι του θείου του. Εκεί, λοιπόν, έμεινε ο Νικηφόρος έως ότου έγινε επτά χρονών και ξαναγύρισε πίσω στις Κροκεές για να πάει στο Δημοτικό Σχολείο˙ όταν έγινε, δηλαδή, πρωτάκι.
Στην Πλούμιτσα γνώρισε τους καλύτερους φίλους του˙ τον Ταϋγετο, τη θάλασσα που τα έβλεπε από μακριά, αλλά και τα λουλούδια, τα έντομα, τα ζώα, τα δέντρα που τα παρατηρούσε όλα από κοντά˙ τους κουβέντιαζε και του κουβέντιαζαν.
Όταν μεγάλωσε, μετά από πολλές περιπέτειες, γιατί πήγε ακόμη και στον πόλεμο, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να ζήσει σε διάφορα μέρης της Ευρώπης. Ανάμεσα σ’ αυτά και στο Παλέρμο, που ήταν στη Σικελία. Εκεί προσβλήθηκε από μια επικίνδυνη αρρώστια, τη φυματίωση. Οι γιατροί τον συμβούλεψαν, για να γίνει καλά, να πάει σε ένα πιο ορεινό μέρος, σε ένα μέρος που να έχει βουνά. Ο Νικηφόρος είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Ροζέ Μιλιέξ (Roger Milliex). Ο Ροζέ ήταν Γάλλος και είχε παντρευτεί μια σπουδαία ελληνίδα συγγραφέα, την Τατιάνα Γκρίτση. Είχε μάθει τέλεια ελληνικά και αγαπούσε την Ελλάδα όσο και τη δική του πατρίδα.
Ο Ροζέ, λοιπόν, φρόντισε να πάει ο Νικηφόρος σ’ ένα χωριουδάκι που το έλεγαν Σερ (Serres) και βρισκόταν στα ριζά των Νότιων Άλπεων, στη Γαλλία. Το χωριουδάκι αυτό το διέσχιζε ένα ποτάμι που το έλεγαν Μπυές (Buëch). Ο Νικηφόρος και το ποτάμι έγιναν αμέσως φίλοι και έπιαναν κουβέντα για διάφορα θέματα. Ο Νικηφόρος κρατούσε σημειώσεις από τα λόγια του Μπυές και, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, έγραψε ένα ποίημα που του έδωσε τον τίτλο «Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία».
Το ποτάμι αυτό το «διαβάσαμε» με τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας μέσα από διάφορες δραστηριότητες.
Τις καταγράφω, γιατί μπορεί και εσείς να θέλετε να κουβεντιάσετε με τον Μπυές (ή με κάποιο άλλο ποτάμι) με ανάλογο τρόπο:
α) Τα παιδιά, στο Εργαστήρι της Πινακοθήκης παρακολούθησαν (με προβολή διαφανειών) μία σύντομη αφήγηση για τη ζωή του Νικηφόρου Βρεττάκου. Στη συνέχεια ζωγράφισαν, πάνω σε ριζόχαρτο με μαρκαδόρους, τους φίλους του Νικηφόρου Βρεττάκου, ανάμεσα στους οποίους ήταν και το ποτάμι. Στο σχολείο, ό,τι ήθελαν να προσθέσουν στη ζωγραφιά τους, το ζωγράφισαν σε ένα χαρτί Α4 και κόλλησαν πάνω του το ριζόχαρτο. Όλες οι ζωγραφιές δημιούργησαν ένα ενιαίο έργο στον τοίχο της τάξης.
β) Από τη συλλογή «Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία» (Διογένης, Αθήνα 1975) επελέγησαν οι στίχοι:
Κ’ ήσουν εσύ ποτάμι, Μπυές, που κάτω από το λόφο
έρρεες ανάμεσα στα δέντρα με τα φρέσκα
φύλλα˙ που μες στον καθρέφτη σου
σάλευαν οι δαντέλες των βουνών και γίνονταν
κι αυτές ποτάμι (σελ. 23).
Πότε ακούω
το φλοίσβο σου στην καρδιά μου και πότε
την καρδιά μου στο φλοίσβο σου. Προσπαθώ
να εντοπίσω το μέρος που βρίσκεται.
Πότε νιώθω όπως ένα σου παρακλάδι και πότε
σαν να είσαι μια φλέβα μου. Είμαστε δύο
ή μια ή χίλιες φωνές; (σελ. 29).
Κι όταν μιλάω, Μπυές, είναι το ίδιο
όπως ν’ ανοίγει μέσα μου μια φλέβα και να στάζει
το αίμα σε συλλαβές: Ή – λιος, ή Ή – λι – ος … (σελ. 33).
Πλάγια στις όχθες σου μια μουσική
πνέει, Μπυές, απ’ το μέλλον
άλλου είδους αέρας
δικαίωση – φίλημα (σελ. 33).
Δεν θα πάψουν ποτέ η καρδιά μου κι ο φλοίσβος σου
να μιλούν – ένα θρόισμα θείο και παρ’ όλο
που φωτίζονται οι φθόγγοι του ως μέσα, ακατάληπτο (σελ. 34).
Μαζί με τη συλλογή κρατούσα για τα παιδιά και μια πέτρα από τον Μπυές που μου είχε φέρει ο Ροζέ από «το τελευταίο προσκύνημα», όπως χαρακτήρισε ο ίδιος τις επισκέψεις στα μέρη που έζησε ο φίλος του ο Νικηφόρος.
γ) Η πέτρα έγινε αφορμή να αποφασιστεί η ανάγνωση των στίχων στις όχθες του Ευρώτα. Επιμείναμε περισσότερο στους πέντε πρώτους στίχους (Κ’ ήσουν εσύ ποτάμι … κι αυτές ποτάμι), γιατί τα παιδιά έβλεπαν ακριβώς τις ίδιες εικόνες μέσα στο νερό του ποταμού.
δ) Στη συνέχεια διάλεξαν από μια πέτρα το καθένα. Η νηπιαγωγός επέμενε να παρατηρήσουν τη πέτρα τους με μεγάλη προσοχή, γιατί θα έπρεπε να την αναγνωρίσουν, όταν θα επέστρεφαν στο σχολείο.
ε) Τα παιδιά διάλεξαν από τους στίχους τόσες λέξεις όσες και οι πέτρες τους. Οι λέξεις γράφτηκαν πάνω στις πέτρες και μπήκαν στη σειρά σύμφωνα με τους στίχους του ποιητή.
στ) Και μετά «λεξομαγείρεψαν». Έβαλαν τις πέτρες-λέξεις σε άλλη σειρά και «έγραψαν» το δικό τους ποίημα. Όπως επεσήμανε η Ειρήνη Κοκκορού, η δραστηριότητα αυτή βοήθησε και πολύ προαναγνωστικά, γιατί τα παιδιά μπόρεσαν να ξεχωρίσουν πολύ καλά τις λέξεις μέσα στους στίχους. Οι λέξεις επίσης ως πέτρες απέκτησαν υπόσταση, μορφή και βάρος στα χέρια τους. Κατέστη πλήρως κατανοητό ότι οι προτάσεις αποτελούνται από λέξεις και ότι η επιλογή και η σειρά των λέξεων μέσα στην πρόταση αλλάζει και το περιεχόμενό της.
Το πρόγραμμα αυτό σχεδιάστηκε για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας με αφορμή το Έτος Βρεττάκου (το έτος 2012 κηρύχθηκε «Έτος Βρεττάκου» από το ΕΚΕΒΙ, με τη συμπλήρωση των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή). Η μελέτη και η εφαρμογή του προγράμματος έγινε από τις: Γεωργία Κακούρου Χρόνη, επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Ειρήνη Κοκκορού και Άννα Αγγελάκη, κοινωνικούς λειτουργούς και τη νηπιαγωγό Κωνσταντίνα Ζάβρα. Τα παιδιά ήταν μαθητές/μαθήτριες του παιδικού σταθμού «Παιδόραμα».
Δρ. Γεωργία Κακούρου Χρόνη
Επιμελήτρια Κουμανταρείου Πινακοθήκης Σπάρτης, Παραρτήματος της Εθνικής Πινακοθήκης