Kάτι τρίζει στη ντουλάπα... κάτι σέρνεται στο πάτωμα...
Ιστορίες για να ξεπεράσουμε τους φόβους
Φόβος για το σκοτάδι και τα ντουλάπια, φόβος για περίεργους θορύβους, φόβος για το άγνωστο…
Μπορούμε να ξεχωρίσουμε δυο κατηγορίες βιβλίων που θέμα τους είναι ο φόβος. Η πρώτη προσπαθεί να εξηγήσει στα παιδιά τους φόβους τους, να τους απομυθοποιήσει, να τους δημιουργήσει ένα αίσθημα ασφαλείας.
Η άλλη κατηγορία είναι οι ιστορίες που προκαλούν φόβο. Ξεκινώντας από τα λαϊκά παραμύθια (Η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Κυανοπώγων, Η Πούλια και ο Αυγερινός κ.α.) μέχρι τη σημερινή παιδική λογοτεχνία ο φόβος είναι πολύ συχνά ένας καθοριστικός παράγοντας στην εξέλιξη της πλοκής. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό σ’ αυτή την κατηγορία βιβλίων είναι πως ο φόβος που τα παιδιά γνωρίζουν ότι θα νοιώσουν, τα προκαλεί για να τα διαβάσουν ή να τα ακούσουν.
Κι ενώ για την πρώτη κατηγορία βιβλίων δεν έχουμε αμφιβολίες πως είναι ένας ουσιαστικός τρόπος για να βοηθήσουμε το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του, για τη δεύτερη συχνά αναρωτιόμαστε αν πρέπει να ενισχύουμε τους φόβους τους, διαβάζοντας ιστορίες που προκαλούν φόβο; Η εμπειρία δείχνει πως αυτές οι ιστορίες συνήθως μετατρέπονται σε ιστορίες για να ξεπεράσουμε τους φόβους.
Η αναφορά σε φόβους και σε πράγματα που γεννούν φόβο δρα τις περισσότερες φορές καθησυχαστικά: μιλώντας για τους φόβους, ακόμη και μέσα από γραπτές ιστορίες είναι τρόπον τινά ένας τρόπος να λυτρώνεσαι απ’ αυτούς. Ακόμη κι αν πρόκειται για ιστορίες με μάγισσες, λύκους και φαντάσματα, τα βιβλία αυτά είναι χρήσιμα καθώς τα παιδιά ταυτίζονται με τους ήρωες των βιβλίων οι οποίοι εντέλει κατορθώνουν να ξεφεύγουν και να βγαίνουν νικητές.
Όπως λέει κι ο Τσέστερτον και το μεταφέρει στην αρχή της Coraline ο Νηλ Γκάιμαν:
Τα παραμύθια είναι κάτι περισσότερο από αληθινά· όχι γιατί μας λένε ότι οι δράκοι υπάρχουν, αλλά γιατί μας λένε ότι μπορούμε να τους νικήσουμε
(G. K. Chesterton)
Αυτό που είναι πολύ σημαντικό με τις ιστορίες που προκαλούν φόβο, είναι ο τρόπος που τις διαβάζουμε στα μικρότερα παιδιά. Πρέπει να εμπλουτίζουμε την ανάγνωσή μας και να παρακολουθούμε τις αντιδράσεις του παιδιού μας την ώρα που του διαβάζουμε. Αισθανόμαστε πως υπάρχει αρκετή ένταση; Δημιουργούμε απόσταση από τη συναισθηματική φόρτιση υπογραμμίζοντας στοιχεία της αφήγησης ή της εικονογράφησης που δείχνουν ότι όλα αυτά γίνονται «στα ψέμματα». Παίζουμε με τη φωνή μας κάνοντας τη άλλοτε δραματική κι άλλοτε ουδέτερη ανάλογα με τις αντιδράσεις του παιδιού, ρυθμίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις δόσεις του φόβου. Γιατί η παρουσία του γονιού είναι εγγύηση ασφάλειας κι είναι σαν να προσφέρουμε στο παιδί τα συναισθήματα που θα είχε μπροστά σε μια καταιγίδα χωρίς να εγκαταλείψει το ασφαλές λιμάνι. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα του βιβλίου απέναντι στις ταινίες που προκαλούν φόβο: στις ταινίες λείπει αυτός ο ρυθμιστικός παράγοντας, κι όταν η εικόνα εμφανίζεται είναι ήδη πολύ αργά για να μειώσεις τη συναισθηματική ένταση που μπορεί να δημιουργήσει.
Με τα μεγαλύτερα παιδιά πρέπει να προσέχουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαβάζουν τέτοιες ιστορίες. Πρέπει να νοιώθουν πως ακόμα κι αν ταυτίζονται με τους ήρωες και μπαίνουν μέσα στην ατμόσφαιρα της ιστορίας μπορούν κάθε στιγμή να αναγνωρίσουν πως η ιστορία εξελίσσεται στο χώρο του φανταστικού ενώ αυτά βρίσκονται στην πραγματικότητα. Στα παιδιά αρέσει να εκτίθενται στο φόβο όταν αυτό συμβαίνει στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού, ενός βιβλίου, μιας ταινίας. Για να μάθεις να αντιμετωπίζεις τους φόβους σου πρέπει να εξασκηθείς και με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά εκπαιδεύονται στην αντιμετώπιση τους μέσα από το παιχνίδι.
Όσο για τους έφηβους, μέσα από ιστορίες με μυστικές δυνάμεις και ανατριχιαστικά όντα, ο έφηβος αναγνώστης όπως άλλωστε και ο ήρωας, είναι συνήθως μόνος του στην αντιμετώπιση ενός κόσμου βίαιου και κι επικίνδυνου. Αναμφισβήτητα, αυτό είναι ένα βήμα για να πάρει ο έφηβος τη ζωή στα χέρια του, μια μετάβαση όπου καλείται να δείξει τις ικανότητες επιβίωσής του σε μια – εκ προοιμίου- ασφαλή, μη πραγματική κατάσταση.
Διαβάστε ακόμη: Λουίζα Βογιατζή, ψυχολόγος, Οι φόβοι των παιδιών,το παιχνίδι και τα βιβλία.