θηρευτές λέξεων
Ζούμε μέσα στις λέξεις και μέσα από τις λέξεις. Δρούμε με λέξεις. Κατανοούμε και παρανοούμε με λέξεις. Οι λέξεις δρουν. Οι λέξεις εξηγούν, εκπλήσσουν, θυμώνουν...
...Οι λεξεις συγκινούν, αρέσουν, εξαπατούν. Οι λέξεις επιταχύνουν, συγχωρούν, αποπλανούν, αλλάζουν, υποχρεώνουν, ξαφνιάζουν, διδάσκουν, επιτρέπουν, ηρεμούν, καταδικάζουν, εύχονται, σφραγίζουν, κολακεύουν, εξηγούν, διασκεδάζουν, επιβεβαιώνουν, διασκορπίζουν, ενσωματώνουν, αποκαλύπτουν, καλύπτουν, διαφωτίζουν, μπερδεύουν, προσβάλλουν, δυσαρεστούν, τυφλώνουν, εμπνέουν. Γιόργκεν Γκόρε – Οϊστάιν Σόσταντ, Η Πίπη Φακιδομύτη και ο φιλόσοφος Σωκράτης, Καστανιώτης. |
…Μια μέρα ο Φίλιππος φαινόταν μισοκοιμισμένος. «Ονειρεύεσαι Φίλιππε;» ρώτησαν περιφρονητικά (τα άλλα ποντικάκια). Ο Φίλιππος όμως, είπε: «Ω, όχι, μαζεύω λέξεις, γιατί οι χειμωνιάτικες μέρες είναι μακριές και ατελείωτες και δεν θα ’χουμε τι να λέμε». Λέο Λεόνε, Ο Φίλιππος, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος |
— Αναρωτιέμαι ποιος είναι ο πρώτος που αποφάσισε τι πρέπει να σημαίνουν οι λέξεις, είπε ο Τόμι. Άστριντ Λίντγκρεν, Η Πίπη Φακιδομύτη στις Νότιες Θάλασσες (κεφ. Η Πίπη βρίσκει ένα σκλουζούκλι), Ψυχογιός. |
Η μητέρα του, που του είχε μάθει να διαβάζει όταν ήταν τριών χρονών, του έλεγε ότι οι λέξεις είναι ο εχθρός του σκοταδιού. Αν επιλέξεις να είσαι φίλος τους, σε βοηθούν σ’ όλη σου τη ζωή. Αν όχι, σου κλείνουν το δρόμο. Η Μάγια του είχε εξηγήσει πως γι’ αυτό οι άνθρωποι έλεγαν γνωρίζω μια λέξη ή μια γλώσσα. Οι λέξεις είναι όπως οι άνθρωποι που γνωρίζεις. Τιμοτέ Ντε Φομπέλ, Τόμπι ο μικρός ήρωας του δέντρου, Σύγχρονοι Ορίζοντες. |
— Όταν εγώ χρησιμοποιώ μια λέξη, είπε ο Χάμπτυ Ντάμπτυ μ’ ένα υπεροπτικό τόνο, σημαίνει ακριβώς ό,τι διαλέγω να σημαίνει –τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Λιούις Κάρολ, Μες στον Καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί, μτφ. Σωτήρης Κακίσης, Ύψιλον. |
Τα σύννεφα πάνω από τις χειμωνιάτικες θάλασσες ήταν γκρίζα και οι κατάλογοι και σειρές με τα ονόματα που έπρεπε να μάθουν οι οκτώ μαθητές του Δασκάλου των Ονομάτων ήταν ατελείωτοι. Ανάμεσά τους, στο ψηλότερο δωμάτιο του Πύργου, ο Κουρεμκάρμερουκ καθόταν σ’ ένα ψηλό κάθισμα κι έγραφε καταλόγους με ονόματα που έπρεπε να αποστηθίσουν πριν ξεθωριάσει το μελάνι τα μεσάνυχτα αφήνοντας την περγαμηνή κενή. Έκανε κρύο και ήταν μισοσκότεινα και δεν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά μόνον το γρατσούνισμα της πένας του Δασκάλου, και πότε πότε κάποιος αναστεναγμός ενός μαθητή που ήταν υποχρεωμένος να μάθει πριν τα μεσάνυχτα το όνομα κάθε ακρωτηρίου, άκρης, κόλπου, εισόδου, καναλιού, λιμανιού, παραλίας, υφάλων και βράχων των ακτών του Λοσόου, ενός μικρού νησιού της θάλασσας του Πελν. Αν ο μαθητής παραπονιόταν, ο Δάσκαλος μπορεί να μην έλεγε τίποτε, αλλά μάκραινε τον κατάλογο∙ ή μπορεί να έλεγε: «Αυτός που θέλει να γίνει Άρχοντας των Θαλασσών πρέπει να ξέρει το αληθινό όνομα κάθε σταγόνας θαλασσινού νερού». Ούρσουλα Λε Γκεν, Ο Μάγος του Αρχιπελάγους, Τρίτων |
Όταν άνοιξα τον οδηγό μου κατάλαβα. Μήτε σχεδιαγράμματα μήτε τίποτα. Μόνο λέξεις. Αλλά λέξεις που οδηγούσαν κατευθείαν σ’ αυτό που γύρευα. Οδυσσέας Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος, Ίκαρος |
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ε΄, Δευτέρα 7 Οκτώβρη 1946, Ίκαρος |
Οι λέξεις που βγαίνουν από τα βάθη της ψυχής μας στην επιφάνεια, κρατούν ένα ιδιαίτερο χνούδι, έναν ιδιαίτερο φωτοστέφανο. Μπορεί να είναι μεγαλοπρεπείς ή γυμνές, παλλόμενες ή αθόρυβες, όμως όλες έχουν την ιδιαίτερη αφή τους. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές Β΄, Η γλώσσα στην ποίησή μας, Ίκαρος |